Η κατοχύρωση της Θρησκευτικής Ελευθερίας στα επαναστατικά Συντάγματα

2021-01-07 07:05

του Φώτη Κραλίδη

 

Κομβικό σημείο στη διερεύνηση των διαχρονικών ιστορικών, πολιτικών και ιδίως των νομικών σχέσεων της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας με το Ελληνικό Κράτος, αποτελεί η Επανάσταση του 1821. Τα τρία επαναστατικά Συντάγματα της περιόδου εκείνης, της Επιδαύρου (1822), του Άστρους (1823) και της Τροιζήνας (1827), πέρα από τον γενικό τους χαρακτήρα ως θεμέλια της Πολιτικής και Συνταγματικής Ιστορίας του νεότερου Ελληνισμού, αποτελούν και ένα εξαιρετικό εργαλείο για να εμβαθύνουμε όχι μόνο στην ιστορική βάση των νομικών σχέσεων του Ελληνικού Κράτους με την Ορθόδοξη Εκκλησία αλλά και στη διαχρονική στάση του απέναντι στο θρησκευτικό φαινόμενο ευρύτερα.

Συνήθως όταν η συζήτηση για τις σύγχρονες σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας ανατρέχει ιστορικά στη ρύθμισή τους από τα τρία επαναστατικά Συντάγματα, χαρακτηριστικές είναι οι αναφορές στο ζήτημα της επίκλησης της Αγίας Τριάδας του ισχύοντος Συντάγματος ή στο ζήτημα του όρου «επικρατούσα θρησκεία» στο άρθρο 3 του Συντάγματος, καθώς και οι δύο αυτές αναφορές εμφανίζονται ήδη στα τρία αυτά κείμενα που διακήρυξαν την Ελληνική Ανεξαρτησία.

Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να αναδείξει πως, όταν η συζήτηση περί της ιστορικής βάσης των συνταγματικά ρυθμισμένων σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας περιορίζεται στην ύπαρξη της συγκεκριμένης επίκλησης των επαναστατικών Συνταγμάτων ή στον χαρακτηρισμό της θρησκείας της Ορθόδοξης Εκκλησίας ως «επικρατούσας θρησκείας» ήδη και από τα επαναστατικά Συντάγματα, παραμένει ατελής. Και τούτο επειδή παραλείπεται μια αρκετά κρίσιμη παράμετρος, αυτή της αναγνώρισης και της κατοχύρωσης της αρχής της θρησκευτικής ελευθερίας από τα τρία επαναστατικά Συντάγματα.  

 

Θρησκευτική Ελευθερία

Προτού προχωρήσουμε στην ουσία του ζητήματος που πραγματεύεται η παρούσα εργασία, είναι κρίσιμο να προβούμε σε μια σύντομη και ταυτόχρονα περιεκτική ερμηνευτική προσέγγιση της έννοιας της θρησκευτικής ελευθερίας, η οποία κατέχει σήμερα μια ξεχωριστή θέση στον κατάλογο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε παγκόσμια κλίμακα, όπως αυτά κατοχυρώνονται στον σύγχρονο νομικό μας πολιτισμό.  

Η θρησκευτική ελευθερία καταρχάς δεν πρέπει να συγχέεται με την ανεξιθρησκεία, καθώς αποτελεί έννοια διαφορετική και ευρύτερη αυτής.1 Ένα ανεξίθρησκο κράτος απλώς διακηρύττει την ανοχή του, την απάθειά του και την αδιαφορία του για τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των πολιτών του. Όταν ένα κράτος, αντίθετα, αναγνωρίζει και κατοχυρώνει με τους νόμους και το Σύνταγμά του τη θρησκευτική ελευθερία των πολιτών του, διασφαλίζει δύο πράγματα. Πρώτον ότι θα απέχει από οποιαδήποτε ενέργεια που θα μπορούσε να εμποδίσει την ελεύθερη διαμόρφωση καθώς και την εκδήλωση της θρησκευτικής συνείδησης των πολιτών του. Και δεύτερον ότι, πέρα από την παραπάνω αποχή, θα αναλαμβάνει ενεργητικά, θεσμικά και εγγυητικά κάθε δυνατό μέτρο προκειμένου να διασφαλίσει ότι οι θρησκευτικές δραστηριότητες όλων των πολιτών αναγνωρίζονται ολόπλευρα και προστατεύονται επαρκώς νομικά.2

Σε ένα πιο πρακτικό επίπεδο, η θρησκευτική ελευθερία ως έννοια αναλύεται σε δύο βασικά επιμέρους δικαιώματα. Το δικαίωμα των πολιτών να διαμορφώνουν ελεύθερα την προσωπική θρησκευτική τους συνείδηση και το δικαίωμά τους να την εκδηλώνουν επίσης ελεύθερα, στη δημόσια σφαίρα, μέσω της λατρείας. Πολύ συνοπτικά θα λέγαμε ότι με το πρώτο δικαίωμα αναγνωρίζεται στον κάθε άνθρωπο η δυνατότητα να είναι πιστός οποιασδήποτε θρησκείας ή δόγματος, να είναι άθρησκος ή άθεος, να αλλάζει ελεύθερα τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, να τις εκφράζει με οποιοδήποτε μέσο επιθυμεί ή και να μην τις αποκαλύπτει και επιπλέον να μην υφίσταται καμία διακριτική μεταχείριση από το κράτος εξαιτίας των όποιων θρησκευτικών του πεποιθήσεων. Το δεύτερο δικαίωμα, η ελευθερία της λατρείας, αφορά τη δυνατότητα των πολιτών να εκδηλώνουν λατρευτικά τη θρησκευτική τους συνείδηση, ατομικά ή συλλογικά, ιδιωτικά ή δημόσια, σε ειδικά κατασκευασμένα για τον σκοπό αυτό οικοδομήματα (ναούς ή ευκτήριους οίκους) ή ακόμη και υπαίθρια, μέσα στο πλαίσιο των περιορισμών που θέτει η εκάστοτε εθνική νομοθεσία.3

Με βάση αυτό το γενικό πλαίσιο, το οποίο σίγουρα επιδέχεται πολύ περισσότερης θεωρητικής εμβάθυνσης, διαμορφώνεται σήμερα το περιεχόμενο του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας. Ένα δικαίωμα που κατοχυρώνεται στο ισχύον Ελληνικό Σύνταγμα στο άρθρο 13- ως μη αναθεωρητέα μάλιστα διάταξή του με βάση το άρθρο 110 Συντ.- ενώ αναγνωρίζεται επίσης σχεδόν σε όλα τα Συντάγματα παγκοσμίως, συναντώντας προφανώς επιμέρους διαφοροποιήσεις ανάλογα με τη νομική παράδοση κάθε κράτους. Ένα δικαίωμα, όμως, που δεν κατοχυρώνεται μόνο σε εθνικό και συνταγματικό επίπεδο παγκοσμίως, αλλά που, όπως τονίσαμε, έχει αποκτήσει μια περίοπτη θέση στον σύγχρονο οικουμενικό νομικό πολιτισμό και ειδικότερα στο Ευρωπαϊκό και Διεθνές Δίκαιο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα κατοχυρώνεται σε τρία κορυφαία σχετικά κείμενα. Στο άρθρο 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.) του Συμβουλίου της Ευρώπης, στο άρθρο 18 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (Δ.Σ.Α.Π.Δ.) του Ο.Η.Ε. και τέλος στο άρθρο 18 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του Ο.Η.Ε.4

 

Η Θρησκεία στα επαναστατικά Συντάγματα

Πριν εξετάσουμε απευθείας την αντιμετώπιση του θρησκευτικού φαινόμενου από τα τρία επαναστατικά Συντάγματα, οφείλουμε να κάνουμε μια ειδική αναφορά σε ένα προγενέστερο επαναστατικό κείμενο, τη Νομική Διάταξη της Συνέλευσης της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος (15 Νοεμβρίου 1821), του όποιου η ρύθμιση για τις σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας αλλά και Κράτους-Θρησκείας γενικότερα είναι ενδεικτική για τη στάση της πολιτικής ηγεσίας της Επανάστασης πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα. Συγκεκριμένα στο άρθρο 26 της Νομικής Διάταξης διακηρύσσεται ότι: «αν και όλας τας Θρησκείας και γλώσσας δέχεται η Ελλάς και τας τελετάς και χρήσιν αυτών κατ' ουδένα τρόπον δεν εμποδίζει, την Ανατολικήν όμως του Χριστού Εκκλησίαν και την σημερινήν γλώσσαν μόνας αναγνωρίζει ως επικρατούσας, Θρησκείαν και γλώσσαν της Ελλάδος.». Η συγκεκριμένη διάταξη είναι καθοριστική, διότι τη διατύπωση και το περιεχόμενό της υιοθέτησαν με ελάχιστες μεταβολές και τα τρία επαναστατικά συντάγματα.5

Έτσι λοιπόν, και τα Σύνταγμα της Επιδαύρου (1822) και του Άστρους (1823), αναπαράγουν σχεδόν στερεοτυπικά αλλά πιο συστηματικά στα άρθρα τους «Περί Θρησκείας» την εξής διάταξη: «Η επικρατούσα θρησκεία εις την Ελληνικήν επικράτειαν είναι η της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας· ανέχεται όμως η Διοίκησις της Ελλάδος πάσαν άλλην θρησκείαν και αι τελεταί και ιεροπραγίαι εκάστης αυτών εκτελούνται ακωλύτως».

Αντίθετα, στο τελευταίο επαναστατικό Σύνταγμα της Τροιζήνας (1827) η αντίστοιχη «περί Θρησκείας» διάταξη εμφανίζεται αισθητά διαφοροποιημένη σε φραστικό καταρχάς επίπεδο, διατυπωμένη ως εξής: «Καθείς εις την Ελλάδα επαγγέλλεται την θρησκείαν του ελευθέρως και δια την λατρείαν αυτής έχει ίσην υπεράσπισιν η δε της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού, είναι θρησκεία της επικρατείας».6

Παρά τις όποιες φραστικές διαφοροποιήσεις, που υπάρχουν ανάμεσα στα τρία κείμενα, καταλήγουμε καταρχάς πως τα επαναστατικά Συντάγματα απέναντι στα διαφορετικά θρησκεύματα, που υπήρχαν στα όρια του συγκροτούμενου ακόμα ελληνικού κράτους, αποδέχθηκαν ένα καθεστώς ουσιαστικής αναγνώρισης της θρησκευτικής τους ελευθερίας ή τουλάχιστον θρησκευτικής ανοχής. Συγκεκριμένα ο όρος «ανέχεται» των δύο πρώτων επαναστατικών Συνταγμάτων (Επιδαύρου και Άστρους) θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι παραπέμπει έμμεσα σε ένα καθεστώς θρησκευτικής ανοχής ή ανεξιθρησκείας, ενώ οι όροι «ελευθέρως» και «ίση υπεράσπισις» του Συντάγματος της Τροιζήνας, παραπέμπουν με τη σειρά τους σε ένα καθεστώς θρησκευτικής ελευθερίας και θρησκευτικής ισότητας, το οποίο στην ουσία του παρέμεινε αναλλοίωτο σε όλα τα μετέπειτα ελληνικά Συντάγματα.

Ωστόσο, θα ήταν εσφαλμένο να θεωρήσουμε ότι με το Σύνταγμα της Τροιζήνας υπήρξε κάποια ουσιαστική μεταβολή στην αντιμετώπιση των άλλων Θρησκειών σε σχέση με τα δύο προηγούμενα επαναστατικά Συντάγματα, και συνεπώς κάποια μετάβαση από ένα καθεστώς ανεξιθρησκείας σε ένα καθεστώς θρησκευτικής ελευθερίας. Και στα τρία ελληνικά επαναστατικά Συντάγματα η στάση απέναντι στα άλλα θρησκεύματα είναι ενιαία και είναι αυτή της διακήρυξης όχι απλά της ανεξιθρησκείας ή κάποιας θρησκευτικής ανοχής, αλλά της θρησκευτικής ελευθερίας. Στα δύο πρώτα επαναστατικά Συντάγματα παρότι όλες οι θρησκείες (εκτός από την «επικρατούσα») αποκαλούνται «ανεκτές», εν τούτοις γίνεται δεκτό ότι υπό την ισχύ και αυτών των Συνταγμάτων η λατρεία και των «ανεκτών» θρησκειών τελούνταν «ακωλύτως υπό την προστασία των νόμων» και χωρίς να είναι δυνατόν, λοιπόν, να θεσπιστεί ο οποιοσδήποτε σχετικός περιορισμός δια νόμου.7 Παρατηρούμε, δηλαδή, πως αφού ρητά  αναγνωρίζεται από τα δύο πρώτα επαναστατικά Συντάγματα η ελευθερία της λατρείας, σιωπηρά πρέπει να δεχτούμε ότι αναγνωρίστηκε και το δεύτερο συστατικό στοιχείο της θρησκευτικής ελευθερίας, δηλαδή η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης, βάσει του αξιώματος «από το μείζον στο έλασσον». Επομένως, στα δύο πρώτα επαναστατικά Συντάγματα (Επιδαύρου και Άστρους) συμπεραίνουμε πως κατοχυρώνεται, εμμέσως πλην σαφώς, συνολικά η θρησκευτική ελευθερία, μια αρχή που κατοχυρώνεται πια με τον πλέον σαφή τρόπο στο Σύνταγμα της Τροιζήνας, το όποιο αποτύπωσε με αρτιότερο τρόπο όλα τα ατομικά δικαιώματα και εν προκειμένω καθιέρωσε ρητά για πρώτη φορά την «ελευθερία» κάθε Θρησκείας και διασφάλισε την «ίση υπεράσπιση» στην άσκηση της λατρείας μεταξύ όλων των Θρησκειών.8

Ωστόσο, πιο ουσιαστική φαίνεται να είναι η διαφοροποίηση του Συντάγματος της Τροιζήνας σχετικά με το ζήτημα του χαρακτηρισμού της θρησκείας της Ορθόδοξης Εκκλησίας ως «επικρατούσας θρησκείας». Ο όρος αυτός των δύο πρώτων Συνταγμάτων δίνει τη θέση του στον λιγότερο φορτισμένο όρο «θρησκεία της επικρατείας», ενώ η σχετική αναφορά πλέον βρίσκεται στο δεύτερο μισό της αντίστοιχης διάταξης «περί θρησκείας», σε αντίθεση με τα δύο προηγούμενα επαναστατικά Συντάγματα, που βρισκόταν στο πρώτο μισό. Στις συζητήσεις μάλιστα που είχαν προηγηθεί για το θέμα της Θρησκείας στις αντίστοιχες Εθνοσυνελεύσεις, συχνή ήταν και η χρήση των όρων «Θρησκεία του Έθνους» και «κύρια Εκκλησία του Έθνους», όροι πιο κοντινοί με την «θρησκεία της επικρατείας», που σίγουρα δεν αποσκοπούσαν στην καθιέρωση κάποιας επίσημης κρατικής θρησκείας στο συγκροτούμενο ελληνικό κράτος ή στη δημιουργία κάποιου προνομιακού καθεστώτος για την Ορθόδοξη Εκκλησία.

Όλοι οι παραπάνω όροι, ακόμα και ο δυτικότροπος όρος «επικρατούσα θρησκεία»που σώζεται μέχρι και σήμερα στο Σύνταγμά μας, αποδόθηκαν από τα ελληνικά επαναστατικά Συντάγματα για δύο λόγους. Ο ένας ήταν καθαρά ιστορικός και αφορούσε στην αναγνώριση της συνεισφοράς της Ορθόδοξης Εκκλησίας τα δύσκολα χρόνια του Οθωμανικού ζυγού, στη διάσωση της ελληνικής γλώσσας, στην προστασία και την τόνωση της εθνικής συνείδησης, και την καλλιέργεια ενός κλίματος εγκαρτέρησης, παθητικής αντίστασης και προπαρασκευής της Επανάστασης και εν τέλει στην αναγνώριση της ενεργούς συμμετοχής της σε αυτήν.10 Και ο δεύτερος ήταν πολιτικός, καθώς η Εκκλησία σαν θεσμός, δομή και μηχανισμός θα μπορούσε να επιτελέσει, όπως και έκανε, ένα πολύ σημαντικό ενοποιητικό ρόλο για τον πληθυσμό του συγκροτούμενου ανεξάρτητου ελληνικού κράτους.11

 

Συμπεράσματα

Καταλήγουμε, λοιπόν, πως ειδικά η επίκληση της Αγίας Τριάδας στο προοίμιο των επαναστατικών Συνταγμάτων, αλλά και η χρήση του όρου «επικρατούσα» για την θρησκεία της Ορθόδοξης Εκκλησίας από τα κείμενα αυτά, μάλλον συμβολική και ιστορική σημασία είχαν τότε (βλ.και αντίθετη άποψη), όπως συνεχίζουν να έχουν και σήμερα, 200 χρόνια μετά την Επανάσταση. Οπωσδήποτε βέβαια, η συνολική γνώση των διατάξεων «περί θρησκείας» των επαναστατικών Συνταγμάτων διατηρεί μέχρι και σήμερα την αξία της, διότι οι διατάξεις αυτές αποτελούν και τη βάση των ισχυουσών συνταγματικά ρυθμιζόμενων σχέσεων Κράτους-Εκκλησίας.12

Ωστόσο, το στοιχείο εκείνο, που διαθέτει τη βαρύνουσα νομική σημασία για να αποσαφηνίσουμε πλήρως τη στάση των επαναστατημένων Ελλήνων και του συγκροτούμενου τότε Ελληνικού Κράτους απέναντι στην Ορθόδοξη Εκκλησία αλλά και στο θρησκευτικό φαινόμενο γενικότερα, είναι αυτό της σαφούς κατοχύρωσης της Θρησκευτικής Ελευθερίας και από τα τρία επαναστατικά Συντάγματα. Μια κατοχύρωση η οποία υπήρξε πρωτοποριακή για τα δεδομένα εκείνης της εποχής και που μαρτυρά ότι το ξεσηκωμένο τότε Έθνος διαπνεόταν από πίστη στην Πρόοδο, την Ελευθερία και τη Δημοκρατία.

 

 


[1] Ι. Κονιδάρης, «Εκκλησία και Πολιτεία. Η αναγκαιότητα της αυτοτέλειας στη συνύπαρξή τους», Αντ. Ν. Σάκκουλα 1993, σ.57, όπου η θρησκευτική ελευθερία χαρακτηρίζεται ως «σχετική» ή «κολοβή», λόγω της ύπαρξης του άρθρου 3 του Συντάγματος, που ρυθμίζει τις σχέσεις κράτους και εκκλησίας, CONSTANTINE PAPAGEORGIOU, «Religon and law in Greece», The Netherlands 2015, σ.53: «religious freedom in Greece is conceptually distinguished from religious tolerance».

[2] Κ. Παπαγεωργίου, Εκκλησιαστικό Δίκαιο, Ostracon 2017 σ. 143-144.

[3] Ι. Κονιδάρης, Εγχειρίδιο Εκκλησιαστικού Δικαίου, Σάκκουλα 2016, σ.23-36.

[4] Κ. Παπαγεωργίου, ό.π., σ. 131-135.

[5]  Λ. Παπαδοπούλου, Σχέσεις Εκκλησίας - Πολιτείας 200 χρόνια από την επανάσταση του 1821, στο Το Σύνταγμα εν εξελίξει, Σάκκουλα, 2019, σ.597.

[6] Για το πλήρες κείμενο των Επαναστατικών Συνταγμάτων βλ. Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Ελληνικής Βουλής, στο https://library.parliament.gr/Ψηφιακή-Βιβλιοθήκη/Συντάγματα-και-Κανονισμοί/συνταγματικά-κείμενα (τελευταία πρόσβαση: 01/12/2020).

[7] Ν. Σαρίπολος, Ελληνικόν Συνταγματικόν Δίκαιον, τόμος Γ΄, 1915, σ.338.

[8]  Ι. Κονιδάρης, Εγχειρίδιο Εκκλησιαστικού Δικαίου, Σάκκουλα 2016, σ.18.

[9] Βλ.Σπύρος Ν. Τρωιάνος, «Η θρησκεία στα Συντάγματα του αγώνα», Ψηφίδες Ιστορίας Δικαίου απώτερης και νεότερης, Ηρόδοτος 2013, σ.116.

[10] Α. Μάνεσης, Συνταγματική Θεωρία και Πράξη, τομ.2, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2007. σ.245-246.

[11] Βλ.Σπύρος Ν. Τρωιάνος, «Η θρησκεία στα Συντάγματα του αγώνα», Ψηφίδες Ιστορίας Δικαίου απώτερης και νεότερης, Ηρόδοτος 2013, σ.118.

[12] ΙΖ΄ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΜΕΝΗΣ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΣΥΝΟΔΟΣ Δ΄ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ ϟΔ΄ Πέμπτη  14 Μαρτίου 2019, όπου έλαβε χώρα η «Συζήτηση και λήψη απόφασης επί των προτάσεων για αναθεώρηση διατάξεων του Συντάγματος, σύμφωνα με τα άρθρα 110 του Συντάγματος και 119 του Κανονισμού της Βουλής (δεύτερη ψηφοφορία)», https://www.hellenicparliament.gr/el/syntagmatikianatheorisi (τελευταία πρόσβαση: 01/12/2020). 

 

 

Επαφή

arthro 13

13arthro@gmail.com

Αναζήτηση στο site

Αφιερώματα

Ἡ ἐπιλογὴ τοῦ Φωτός: Προσεγγίσεις στὴ Μεταμόρφωση τοῦ Σωτήρος Χριστοῦ

του Δημητρίου Αλεξόπουλου Μετεμορφώθης ἐν τῷ ὄρει Χριστὲ ὁ Θεός,  δείξας τοῖς Μαθηταῖς σου τὴν δόξαν σου, καθὼς ἠδύναντο.  Λάμψον καὶ ἡμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς, τὸ φῶς σου τὸ...

Συνέντευξη - Αφιέρωμα

επιμέλεια αφιερώματος: Σταυρούλα - Αλεξία Χρυσαφίδη   Αφιέρωμα - συνέντευξη με τον π. Σπυρίδωνα Κωνσταντή, μεταπτυχιακό φοιτητή Κατεύθυνσης Χριστιανικής Λατρείας του Τμήματος...

Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου: Ενατενίσεις σε ένα Θεομητορικό διαπολιτισμικό διαδίκτυο

του Δημητρίου Αλεξόπουλου Χαράς Ευαγγέλια, ελευθερίας μηνύματα!1 Ο Θεός απέστειλε τον άγγελο Γαβριήλ στη Ναζαρέτ της Γαλιλαίας και στην παρθένο Μαριάμ, τη μνηστή του Ιωσήφ. Απέστειλε τον Γαβριήλ...

Θρησκευτικές κοινότητες: Νομοκανονικές προσεγγίσεις ιστορικών και επίκαιρων ζητημάτων

  ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ – ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ Π.Μ.Σ. «ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ» Διευθύντρια: Καθηγήτρια Διοτίμα Λιαντίνη Πανεπιστημιούπολη-Άνω Ιλίσια 157 84, Αθήνα, Τηλ: 210-727-5847,...

9ος Διεθνής Διαγωνισμός Εικονικής Δίκης Ρωμαϊκού Δικαίου {Βιέννη 6-9 Απριλίου 2016}

Η νομική επιστήμη είναι ένα πυλώνας σύνδεσης με τον καθημερινό βίο του παρόντος και του παρελθόντος, αποτελώντας παράλληλα έρεισμα για συζητήσεις αναγόμενες στην πολιτική και την κοινωνική εξέλιξη...

Ο κόσμος δεν είναι δικός μας, είναι του Ομήρου

του Νικολάου Χαροκόπου Μερικές παρατηρήσεις με αφορμή την ομηρική πλάκα από την Ολυμπία  Πριν από μερικές εβδομάδες η επιστημονική κοινότητα εντός και εκτός Ελλάδας, καθώς και η κοινή γνώμη,...

Τα ιδιαίτερα αρχαία θέατρα του ελλαδικού χώρου: Β΄Μέρος

    Δεν πιστεύω να νομίζατε ότι τα ιδιαίτερα θέατρά μας ήταν μόνο αυτά! Έχουμε πολύ μελέτη ακόμα για όσα γνωρίζουμε και για όσα δεν «έχουν βγει στην επιφάνεια» μέχρι τώρα. Αξίζει...

© 2024 ΑΡΘΡΟ 13 (All Rights Reserved)

Υλοποιήθηκε από Webnode