της Ραφαέλλας Σταυριδάκη
Η σύνταξη του τυπικού σε τρεις γλώσσες, καθώς και το γεγονός ότι δεν έχει διασωθεί το αρμενόγλωσσο κείμενο, έχουν απασχολήσει τους ερευνητές. Κατά μία άποψη, η σύνταξη σε περισσότερες γλώσσες και, κυρίως, στην ελληνική, την επίσημη γλώσσα της Αυτοκρατορίας, παρ’ όλο που οι μοναχοί δεν ήταν Έλληνες και, κατά τεκμήριο, δεν θα γνώριζαν τα ελληνικά, αποσκοπούσε κατά τα άνω στην ενίσχυση της δημόσιας πίστης του τυπικού έναντι των κοσμικών και εκκλησιαστικών αρχών. Έχει, υποστηριχθεί, επίσης, ότι ο Γρηγόριος Πακουριανός, ως ιβηρικής καταγωγής, συνέταξε αρχικά το τυπικό στη γεωργιανή γλώσσα (πριν μεταφρασθεί στα ελληνικά, ώστε να καταχωρηθεί ως επίσημο κείμενο) και η αναφορά στην αρμενόγλωσση έκδοση, η οποία ουδέποτε υπήρξε, παρεμβλήθηκε στην ελληνική μετάφραση. Κατά μία άλλη και πλέον πειστική εκδοχή, η αναφορά σε γεωργιανό και αρμένικο κείμενο δήλωνε απλά την πρόθεση του συντάκτη να μεταφρασθεί στο μέλλον το πρωτότυπο ελληνικό κείμενο στις γλώσσες αυτές, ενώ μόνο για την εν τέλει πραγματοποίηση της μετάφρασης στα γεωργιανά έχουμε σήμερα βεβαιότητα. Και υπό τις δύο εκδοχές αυτές, λοιπόν, το πιθανότερο είναι ότι το αρμενόγλωσσο κείμενο ουδέποτε υπήρξε.
Πρότυπο για τη σύνταξη του τυπικού αυτού υπήρξε το τυπικό της Μονής Παναγίου στην Κωνσταντινούπολη, τόσο λόγω των προσωπικών σχέσεων του Γρηγορίου Πακουριανού με την Μονή αυτή όσο και λόγω των πνευματικών χαρισμάτων των μοναχών της, τα οποία εξαίρονται στο κείμενο του τυπικού (Στ. 25-37 του τυπικού: «Καθώσπερ δε κατά αδελφότητα και φιλίας υπερβολήν συνημμένος υπήρχον ψυχική διαθέσει τοις εν τη ευαγεστάτη μονή των Παναγίου μονάζουσι … και λίαν κατ’ ευδοκίαν Θεού και των εν αληθεία αγαπώντων αυτόν εφαίνετό τε και ην πάσα μοναδική τάξις αυτών και το πολίτευμα, έδοξε καμοί τοις τύποις αυτών και ταις τάξεσι παντοίω τρόπω συστήσασθαι και κατοχυρώσαι εν ταύτη τη νεωστί κτισθείση συν Θεώ παρ’ ημών μονή και τη ειρημένη αγία εκκλησία την τε εκκλησιαστικήν ακολουθίαν άπασαν και τον της διαίτης των μοναζόντων τρόπον και της εστιάσεως, ίνα κατά μίμησιν εκείνων και ούτοι προνοία Θεού πολιτεύσωνται».). Όπως ήταν σύνηθες για τα τυπικά, ο συντάκτης τους αναφέρεται στα ιερά κίνητρα που τον παρακίνησαν να ιδρύσει την Μονή και παραδίδει μία μικρή πνευματική κατήχηση, δίνοντας, έτσι, μία εξιδανικευμένη εικόνα της μοναστηριακής ζωής που δεν αντιστοιχούσε πάντα στην πραγματικότητα. Τέτοια κατήχηση περιέχεται στο Κεφ. α΄ του τυπικού, υπό τον τίτλο «Περί του όπως εκτίσθη η ευαγεστάτη μονή των Ιβήρων αύτη».
Το τυπικό εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1888 από τον φιλόλογο Γεώργιο Μουσαίο, με βάση το υπ' αριθμ. 1599 χειρόγραφο της Βιβλιοθήκης «Αδαμάντιος Κοραής» στη Χίο, το οποίο περιείχε παραφρασμένη την ελληνική έκδοση του τυπικού. Στις αρχές του 20ου αι. ακολούθησαν οι εκδόσεις του L. Petit στο Βουκουρέστι, ενώ ο Μ. Tarchnisvili εξέδωσε πρώτος το γεωργιανό κείμενο βάσει του υπ’ αριθμ. 581 χειρογράφου της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Σόφιας. Μόλις το 1963 εκδόθηκε στην Τιφλίδα από τον S. Kauchtschischwili το πλήρες ελληνικό κείμενο εκ του υπ αριθμ. 1598 χειρογράφου της Βιβλιοθήκης «Αδαμάντιος Κοραής» στη Χίο, ενώ λίγο αργότερα εκδόθηκε, βάσει του ίδιου χειρογράφου, η γεωργιανή έκδοση από τον A. Sanidze. Η κριτική έκδοση είναι του P. Gautier του 1984, μαζί γαλλική μετάφραση.