2018-05-15 06:46
ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΖΩΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ
Τα κύματα μιας θάλασσας, που απλωνόταν αδιάκοπα στο τέλος των ματιών του, έλουζαν τα γυμνά πόδια του, υπενθυμίζοντας ότι οι ώρες περνούν ανεξάρτητα από τις δικές του αμυδρές σκέψεις. Μόλις στα 19, με μια πορεία αξιοθαύμαστη στα μαθητικά του χρόνια, πέρασε με σπουδαία επιτυχία στις πρώτες θέσεις των Πολιτικών Μηχανικών του Μετσοβείου Πολυτεχνείου και τώρα αυτό. Ένα απερίσκεπτο βράδυ με την παρέα, από κείνα που όλοι τα θυμούνταν με γέλια στα χείλη τους, έκανε μια βεβιασμένη κίνηση και υπέκυψε στον ερωτικό του πόθο αγνοώντας παντελώς ότι στο μετέπειτα κάδρο τέτοιων αυθόρμητων παρορμήσεων κοσμείται σαν ακούνητη έγχρωμη φωτογραφία ένα μωρό. «Ω Θεέ μου» αναφώνησε μετά από μια γρήγορη σκέψη των γεγονότων «τι κάδρο; Τι μωρό; Θα καταστρέψει την πορεία μου, θα με … θα με… θα με κα.. τα … στρέ… ψει» στρέβλισε «Μα μήπως;» Σήκωσε το χωμένο στην άμμο δεξί του χέρι και το βούτηξε στην τσέπη του, ψαρεύοντας το αιματολογικό τεστ της κοπέλας εκείνης της μοιραίας νύχτας. «Όλα στα ύψη, όλα στα ύψη! Μα πώς γίνεται με μια φορά μόνο. Με μια φορά έγκυος;».
Η θάλασσα αέναη στης σκέψης τις σκοτούρες ανανέωνε τα κύματα όπως το μυαλό του τις έγνοιες, τα προβλήματα και όλες τις δυσκολίες, που θα άρχιζαν μόλις με αυτό το ατόπημα. Κι ήταν μόλις 19. Μόλις 19. Σηκώθηκε και περπάτησε όλο τον δρόμο προς το σπίτι του, ένα κλάμα μωρού ξαπλωμένο μέσα στο βρεφικό του καρότσι τον τρόμαξε, τον φόβισε, τον ταρακούνησε. Έβγαλε από την τσέπη του το αιματολογικό τεστ της κοπέλας και με τα νύχια του, με την ορμή ενός γύπα, που εντοπίζει θήραμα το έκανε κομματάκια, τα έσφιξε στην παλάμη του και τα κομμάτιαζε σε κάθε δυνατή κίνηση των δαχτύλων του. Στον πρώτο κάδο, που βρήκε όρμησε ωσάν κλέφτης, που τον κυνηγούσε η αστυνομία και αφαίρεσε από πάνω του το ενοχοποιητικό αποδεικτικό του στοιχείο. Ήξερε ότι ήδη θα 'χαν μιλήσει οι οικογένειες. Ίσως το γάμο να είχαν ορίσει και ημερομηνία και το γλέντι να 'ταν μονάχα κάτι τελευταίες λεπτομέρειες μη έτοιμες. Έτρεμε, καθώς το κατώφλι του σπιτιού του περνούσε.
“-Μαμά γύρισα” ψέλλισε με τρεμάμενη φωνή, μη θέλοντας να δηλωθεί ούτε η ύπαρξή του.
Η χαμογελαστή απάντηση της μητέρας του μόνο άγνοια μπορούσε να σημαίνει. “Να δεις που δε μίλησε η Μαρία, η σύντροφος μου” σκέφτηκε και μια ανακούφιση γέμισε την καρδιά του. Τα μάτια της τον παρακαλούσαν σχεδόν να την εμπιστευτεί και εκείνος συνέχισε “-Μαμά υποθετικά αν τώρα στη νιότη μου έκανα μια ατασθαλεία και έμενε έγκυος μια κοπέλα τι θα μου πρότεινες;”
“-Τι λες παιδί μου; Ένας εκκλησιαστικός γάμος να ενώσει τις ψυχές σας να δέσει την αγάπη σας, να φροντίσει και να βοηθήσει ο Θεός για το μέλλον σας θα ήταν το πρώτο, που θα σκεφτόμουν”. Τα μάτια του γούρλωσαν, δεν έπρεπε να της το πει ποτέ, δεν έπρεπε να το μάθει ποτέ. Κολλημένο το μυαλό του από την πίεση που ένιωσε μονάχα με αυτή την απάντηση της μητέρας του έσυρε τα πόδια του στο μπάνιο, έγραψε σε ένα χαρτάκι 3 λέξεις, 3 λέξεις μόνο και το έβαλε ανάμεσα στις σελίδες ενός βιβλίου στατιστικής της κοπέλας. Κατέβηκε γρήγορα τις σκάλες,
“-Μαμά, θα φύγω για καλοκαιρινή κατασκήνωση το πρωί. Άμα περάσει μια κοπέλα, Μαρία, μπορείς να της το δώσεις; Είναι δικό της”. Το θετικό νεύμα της μητέρας του ίσα που καθησύχαζε το περίπλοκο σχέδιο φυγής του, το οποίο τον κύκλωσε ολότελα από το επόμενο κιόλας πρωινό.
Τόσα χρόνια στο Άγιον Όρος να ενημερώνει μονάχα τη μητέρα του για την πορεία του και το κύριο που τον απασχολούσε ήταν εκείνο το τεστ. Με τύψεις στρεφόταν στον Κύριο προς συγχώρεση και ταγμένος να Τον υπηρετεί για μια ζωή συνέχισε έτσι. Έτσι, όπως αυτός ο κρίνος πάνω στο γραφείο του τώρα, που εδώ και πολύ καιρό αντέχει τις κακουχίες και δεν παραδίδεται στου μαρασμού τη δόξα. Μάταια ο εντεταλμένος του Κράτους του διάβαζε τις λεπτομέρειες για τη συμφωνία του Κράτους με την Εκκλησία. Η σκέψη του ήταν εντελώς αλλού.
“-Με ακούτε τι σας διαβάζω;” Τον διέκοψε από την πολύωρη σκέψη του ο εντεταλμένος.
“-Ναι βέβαια μα επίτρεψε μου να σε ρωτήσω κάτι, που ήθελα να δω πώς σκέφτεσαι ως νέος.” Η απορία στο πρόσωπο του συνομιλητή του έκανε τον ιερέα να επιταχύνει τα λόγια του “Για πες μου εσύ πώς θα αντιδρούσες τώρα, αν κάποιος σου έλεγε πρέπει να παντρευτείς;”
Ο εντεταλμένος του κράτους κέρωσε. Ουδεμία σχέση είχαν με τα προλεχθέντα. “-Ας μιλήσουμε για αυτό λίγο τότε”, συμφώνησε, ίσως έτσι έπειτα να συγκεντρωνόταν στο κείμενο συμφωνίας τους “Εκκλησιαστικός γάμος και σήμερα, εκκλησιαστικός γάμος και νέοι. Μα πώς σας ήρθε αυτή η σκέψη;” ρώτησε τον ιερέα και ακούμπησε το στυλό κλειστό στην ξύλινη επιφάνεια του γραφείου.
“Ήμουν κι εγώ νέος και θέλω να δω αν συμφωνει η δική σου γνώμη με την τότε δική μου άποψη”.
“-Και ποια ήταν αυτή;” συνέχισε απτόητος ο εντεταλμένος του κράτους.
“- Αυτή, που ελπίζω να μην κατέχεις. Εκκλησία, γάμος και νέοι λοιπόν. Σε ακούω όσο ποτέ άλλοτε. Είχες καμια τέτοια ιστορία να στηρίξεις την γνώμη σου;”
“-Ιστορία δεν το λες, ζωή μου ίσως”, άπλωσε ένα διπλωματικό χαμόγελο και ετοιμάστηκε για να απλώσει τα πέπλα της άποψής του, “για να δούμε αν συμφωνούμε”.