2017-12-26 09:17
Αξιότιμοι κυρίες και κύριοι,
Λαμβάνοντας τη σκυτάλη της παρουσίασης από το σεβαστό συνάδελφο πατέρα Χρύσανθο Καρατζαφέρη θα πραγματευτώ το αμφιλεγόμενο και θεμελιώδες ζήτημα του προσηλυτισμού καθώς και των ακανθωδών πτυχών και εκφάνσεων αυτού, όπως αυτές εκδηλώνονται στο πλαίσιο της ελληνικής και ευρωπαϊκής έννομης τάξης. Κατόπιν, θα επιχειρήσω τη σκιαγράφηση των δύο αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που αποτέλεσαν τους ακρογωνιαίους λίθους της μεταστροφής της ελληνικής νομολογίας και δικαστηριακής πρακτικής.
Ο αθέμιτος προσηλυτισμός ως ένας από τους περιορισμούς της θρησκευτικής ελευθερίας νοείται ως η ανθρώπινη συμπεριφορά η οποία έχει ως σκοπό τη μεταβολή του θρησκευτικού πιστεύω του άλλου με τρόπο ανελεύθερο. Αποτελώντας μορφή θρησκευτικής δράσης, που κατατείνει συνήθως στον προσεταιρισμό του προσηλυτιζομένου σε άλλο δόγμα ή θρησκεία χαρακτηρίζεται ως μια ενέργεια, αφενός μεν εναντίον κάποιου θρησκευτικού δόγματος ή θρησκείας, αφετέρου δε υπέρ κάποιου άλλου. Η προσηλυτιστική συμπεριφορά θεωρείται μια δράση με θρησκευτικό προσανατολισμό, δράση ανθρώπινη με θρησκευτικούς σκοπούς και επιδιώξεις.
Βασική και αδιαπραγμάτευτη προϋπόθεση για το χαρακτηρισμό της ανωτέρω ανθρώπινης συμπεριφοράς ως προσηλυτισμού κατά τα ισχύοντα αποτελεί η χρήση αθέμιτων μέσων και πρακτικών. Το χαρακτηριστικό αυτό ακριβώς δείχνει να διαφοροποιεί τον προσηλυτισμό από τον νόμιμο προσεταιρισμό, που αποτελεί προσπάθεια με νόμιμα μέσα μεταβολής του δόγματος των άλλων και δεν απαγορεύεται από το Σύνταγμα.
Βρίσκοντας τη συνταγματική της θεμελίωση στο τρίτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 13 η απαγόρευση της προσηλυτιστικής συμπεριφοράς υπαγορεύεται και από την ποινική διάταξη του άρθρου 4 του ΑΝ 1363/1938,όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 ΑΝ 1672/1939 ισχύουσα ήδη από την περίοδο της μεταξικής δικτατορίας. Η διασταλτική ερμηνεία της διάταξης αυτής εκ μέρους της παλαιότερης νομολογίας των ποινικών δικαστηρίων είχε ως απότοκο την καταδίκη της χώρας μας από το ΕΔΔΑ .
Η υπόθεση του Μίνωα Κοκκινάκη κατά της Ελλάδος ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ήταν αυτή που έμελλε να αλλάξει συλλήβδην τη δικαστηριακή πρακτική των ελληνικών δικαστηρίων και να χαρακτηριστεί από τον L. Pettiti ως “την πρώτη πραγματική υπόθεση για τη θρησκευτική ελευθερία από την ίδρυση του ΕΔΔΑ”.
Τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης χρονολογούνται το 1986, όταν μια επίσκεψη του Κοκκινάκη συνοδευόμενου από τη σύζυγο του στην οικία ενός ιεροψάλτη επρόκειτο να τους οδηγήσει ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λασιθίου μετά την άσκηση ποινικής δίωξης δυνάμει του άρθρου 4 του ΑΝ 1363/1938 για προσηλυτισμό. Συγκεκριμένα, οι φερόμενοι ως δράστες φαίνεται σύμφωνα με την απόφαση του δικαστηρίου να προσπάθησαν όντας Μάρτυρες του Ιεχωβά να προσεγγίσουν μια Χριστιανή Ορθόδοξη γυναίκα σύζυγο του ως άνω ιεροψάλτη αποπειρόμενοι αμέσως ή εμμέσως να την μεταβάλλουν την πίστη της. Αυτή, βέβαια, δεν ήταν η πρώτη φόρα που ο κατηγορούμενος βρισκόταν ενώπιον της δικαιοσύνης. Ως Μάρτυρας του Ιεχωβά από το 1936 δέχθηκε τουλάχιστον 60 φορές συλλήψεις για προσηλυτισμό, εκτοπισμό καθώς και φυλάκιση και αποτέλεσε τον πρώτο Μάρτυρα που καταδικάσθηκε με τους Μεταξικούς Νόμους με τις κατηγορίες της τέλεσης προσηλυτισμού, του αντιρρησία συνείδησης και της πραγματοποίησης συναθροίσεων σε ιδιωτική οικία. Το Πλημμελειοδικείο καταδίκασε ,μάλιστα αυθημερόν (;) τους κατηγορουμένους σε φυλάκιση και κατόπιν η υπόθεση οδηγήθηκε στο Εφετείο, το οποίο απήλλαξε την κυρία Κοκκινάκη διατηρώντας την καταδίκη του συζύγου της και μειώνοντας απλώς την ποινή φυλάκισης με την αιτιολογία ότι ο τελευταίος εκμεταλλευόμενος την απειρία, την αφέλεια και το χαμηλό διανοητικό επίπεδο της Χριστιανής στόχευε στον κλονισμό των θρησκευτικών της πεποιθήσεων. Σε αυτό το σημείο άξια μνείας μπορεί να θεωρηθεί η αντίθετη γνώμη ενός εφέτη ο οποίος αμφισβήτησε ρητά την απειρία και την αμάθεια της παθούσης καθώς όπως υποστήριξε από την μαρτυρία της δεν συνάγοταν ότι οι διδαχές του δράστη θα μπορούσαν να αποβούν καθοριστικές για την μεταβολή των θρησκευτικών της πιστεύω. Η υπόθεση έφτασε μέχρι τον Άρειο Πάγο, ο οποίος απορρίπτοντας τον ισχυρισμό της αντισυνταγματικότητας του άρθρου 4 του Μεταξικού Νόμου, θεώρησε ότι αυτός έρχεται σε πλήρη συμφωνία με το άρθρο 13 του Συντάγματος του 1975. Εξαντλώντας όλα τα εσωτερικά ένδικα μέσα ο Μίνωας Κοκκινάκης προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου κατά της Ελλάδος παραπονούμενος για παραβίαση των άρθρων 7,9 και 10 της ΕΣΔΑ. Το ΕΔΔΑ με μια αρτιότατη νομοτεχνικά απόφαση καταδίκασε την Ελλάδα. Βασικός πυλώνας της ετυμηγορίας υπήρξε το ότι η θρησκευτική ελευθερία περιλαμβάνει και το δικαίωμα να προσπαθείς να πείσεις τους άλλους. Το Δικαστήριο εξέτασε τη λειτουργία και το θεμιτό των περιορισμών του δικαιώματος που προκύπτει από τους δύο νόμους κρίνοντας ότι τίθενται ασαφώς προς το άρθρο 7 της ΕΣΔΑ. Η γνώμη του Δικαστή De Meyer είναι αντιπροσωπευτική του σκεπτικού του Δικαστηρίου ο οποίος υποστήριξε ότι “Ο προσηλυτισμός που ορίζεται ως ο ζήλος για την διάδοση της πίστης δεν μπορεί ως τέτοιος να να είναι αξιόποινος: είναι ένας τρόπος -εντελώς νόμιμος καθ’ εαυτού- διακήρυξη της θρησκείας ενός ανθρώπου’’. Παρά τη συνέπεια της δικαστικής συλλογιστικής είναι επιβεβλημένο να καταδείξουμε το γεγονός ότι το δικαστήριο δεν επιχείρησε να κάνει το επόμενο βήμα και να εντρυφήσει
στην ουσία του παρόντος ζητήματος καθώς και των βαθύτερων πολιτικών κινήτρων του αποπειρώμενου προσηλυτισμού.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η απόφαση Λαρίσης κλπ κατά Ελλάδος ενώπιον του ΕΔΔΑ με βασική πάντως απόκλιση από την απόφαση Κοκκινάκη τη μη παραβίαση του άρθρου 9 της ΕΣΔΑ. Αναλυτικότερα, στην υπόθεση αυτή η προσηλυτιστική συμπεριφορά των αξιωματικών της ελληνικής αεροπορίας Λαρίση, Μανδραλαρίδη και Σαράντη, οπαδών της Εκκλησίας της Πεντηκοστής -μίας προτεσταντικής θρησκείας που πρεσβεύει ότι όλοι οι πιστοί της πρέπει να διαδίδουν το Ευαγγέλιο- τους οδήγησε ενώπιον του Διαρκούς Στρατοδικείου Αεροπορίας Αθηνών, το οποίο τους καταδίκασε για προσηλυτισμό. Συγκεκριμένα, οι αξιωματικοί φέρονται να προσπάθησαν με διάφορες παραινέσεις και πιεστικές προτροπές ( ανάγνωση βιβλίων και αποσπασμάτων,κάλεσμα για επίσκεψη στην Εκκλησια της Πεντηκοστής ), καθώς και ενέργειες εντυπωσιασμού να μεταβάλλουν την πίστη δύο υφιστάμενων σμηνιτών τους, καθώς και άλλων Ελλήνων Χριστιανών ορθόδοξων. Κατόπιν, το Αναθεωρητικό Δικαστήριο απέρριψε την έφεση τους και επικύρωσε τις επιβαλλόμενες σε αυτούς ποινές. Το ίδιο έπραξε και ο Άρειος Πάγος απορρίπτοντας την αναίρεση τους με το αιτιολογικό ότι ο ΑΝ χωρίς να παραβιάζει το άρθρο 13 αποτελεί εγγύηση της αρχής <<Κανένα έγκλημα και καμία ποινή χωρίς υφιστάμενο νόμο>>. To 1994, οι καταδικασθέντες κατέφυγαν στο ΕΔΔΑ και αυτό δέχθηκε την παραβίαση του άρθρου 9 σε ότι αφορά τα μέτρα που ελήφθησαν έναντι του δεύτερου και του τρίτου εκ των αιτούντων όχι όμως και του άρθρου 7 της Σύμβασης. Εν προκειμένω θα ήταν ενδιαφέρον να σταθούμε στη γνώμη του De Meyer ο οποίος πιστός στη θεώρηση του εξέφρασε άποψη για παρανομία του νόμου παραδεχόμενος όμως ότι οι σμηνίτες πράγματι υπέστησαν προσηλυτισμό
λόγω της εναργούς σχέσης που αναπτύσσεται μεταξύ προϊστάμενου και υφιστάμενου στα σώματα ασφαλείας και κάνοντας παράλληλα λόγο για “καταχρηστική εκμετάλλευση.
Κλείνοντας τον κύκλο της σκιαγράφησης των αποφάσεων θα εισέλθουμε σε μια υπόθεση που προκάλεσε το ενδιαφέρον της τοπικής κοινής γνώμης και των ΜΜΕ. Ο λόγος για την υπόθεση ενός οπαδού των Πεντηκοστιανών ο οποίος κατηγορήθηκε και τελικώς καταδικάσθηκε με την απόφαση 1088/2013 του Πέμπτου Τμήματος του ΑΠ για προσηλυτισμό κατ’ εξακολούθηση και συμμετοχή σε απόπειρα αυτοκτονίας. Ο δράστης κάτοικος Ρεθύμνου εκμεταλλευόμενος το κατά 16 χρόνια μικρότερο θύμα του το οποίο αντιμετώπιζε ψυχολογικά προβλήματα επιχείρησε να αλλάξει τα θρησκευτικά πιστεύω του και τελικά κατάφερε να τον μυήσει πείθοντάς τον να βαπτιστεί εκ νέου από το λεγόμενο “ ποιμένα των Πεντηκοστιανών ” και να κάψει τις ορθόδοξες εικόνες προκαλώντας του σοβαρή ψυχολογική διαταραχή που ως αποτέλεσμα είχε την απόπειρα αυτοκτονίας.
Στο σημείο αυτό θα ταξιδέψουμε ανά τον κόσμο για να επιχειρήσουμε μια συγκριτική μελέτη για να διαπιστώσουμε την ύπαρξη ή την ανυπαρξία απαγόρευσης του προσηλυτισμού στα Συντάγματα κρατών του κόσμου. Πρώτος προορισμός αποτελεί η αφρικανική ήπειρος όπου παρατηρούμε την απουσία συνταγματικών διατάξεων που να απαγορεύουν τον προσηλυτισμό στο Σύνταγμα της Αλγερίας, της Ανγκόλας και της Αιγύπτου, ωστόσο κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει με το Σύνταγμα της Μαυριτανίας, το οποίο επιφυλάσσει την απαγόρευση για τους μη μουσουλμάνους ομογενείς του προσηλυτισμού κατά των μουσουλμάνων όχι όμως και το αντίθετο. Σειρά έχει η Ασία, στην οποία γινόμαστε μάρτυρες σχετικής απουσίας συνταγματικής πρόβλεψης για τον προσηλυτισμό, εχθροπραξιών κατά όποιου επιχειρεί απόπειρες προσηλυτισμού κατά του Ισλάμ ενώ στη Λαϊκή Δημοκρατία του Λάος διώξεις κατά Προτεσταντών που αρνούνται να αλλάξουν την πίστη τους. Στη δική μας ήπειρο η πλειονότητα των ευρωπαϊκών Συνταγμάτων δείχνει να κατοχυρώνει την απαγόρευση του προσηλυτισμού είτε να αυτά να δίνουν το έναυσμα για κατοχύρωση μέσω τυπικών νομοθετημάτων. Χώρες της Βόρειας και Νότιας Αμερικής όπως ο Καναδάς, η Αργεντινή και η Βραζιλία κατοχυρώνουν το κρινόμενο ζήτημα με τυπικούς νόμους.
Ολοκληρώνοντας αυτή την ανασκόπηση οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι στην σημερινή πραγματικότητα όπου η πολυπολιτισμικότητα και η εναργής επίδραση των ΜΜΕ και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στην ελληνική έννομη τάξη ο προσηλυτισμός συνεχίζει να αποτελεί ύψιστη απειλή της θρησκευτικής υπόστασης του πιστού. Φρονώ, λοιπόν, ότι θα ήταν αποτελεσματική η νομοθετική επικαιροποίηση του ζητήματος ή η ερμηνεία των ήδη υπάρχοντων νόμων σε συμφωνία με το ευρωπαϊκό δίκαιο και τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Σας ευχαριστώ.
Ερνίας-Βασίλα Μαρία