2017-12-31 16:29
Οι θρησκευτικές πεποιθήσεις είναι ένα πολύ ευαίσθητο θέμα, λόγω της ακρότητας στην οποία μπορεί να οδηγηθεί ένας διάλογος δημόσιος ή ιδιωτικός που το έχει ως κεντρικό πυρήνα. Η έννοια, λοιπόν, της ελευθερίας στο ζήτημα αυτό δεν μπορεί να εξετάζεται μόνο στο θεωρητικό της πλαίσιο, αλλά πολύ περισσότερο στην εφαρμογή που τυγχάνει η θεωρία στην πράξη. Έχοντας ως γνώμονα αυτή τη μικρή εισαγωγή, δε θα προσπαθήσω να αξιοποιήσω το χρόνο της παρούσας εισήγησης παρουσιάζοντάς σας το βασικό θεωρητικό κομμάτι της θρησκευτικής ελευθερίας, όπως αυτή βρίσκεται κατοχυρωμένη στην ελληνική επικράτεια, διότι θεωρώ σκόπιμο να κάνουμε μεν μια γενική επισκόπηση του ατομικού αυτού δικαιώματος με αναφορές, όμως, κάποιων ειδικότερων ζητημάτων.
Στην ελληνική έννομη τάξη, λοιπόν, η θεμελιώδης κατοχύρωση του υπό εξέταση δικαιώματος περιέχεται στο άρθρο 13 του ισχύοντος Συντάγματος, δηλαδή του Συντάγματος του 1975 με τις υφιστάμενες αναθεωρήσεις του. Σκόπιμο είναι να αναφερθεί ότι το εν λόγω άρθρο αποτελεί το θεμέλιο λίθο της θρησκευτικής ελευθερίας και όχι της ανεξιθρησκίας, της ανοχής δηλαδή, την οποία περιέχει. Η θρησκευτική ελευθερία έχει δύο επιμέρους εκφάνσεις, το δικαίωμα της θρησκευτικής συνειδήσεως και το δικαίωμα ασκήσεως των θρησκευτικών καθηκόντων. Αναλύεται δε σε περισσότερα και ειδικότερα δικαιώματα. Επιπλέον, υπάγεται σε ορισμένους περιορισμούς, ήτοι της γνωστής θρησκείας, της δημόσιας τάξης και των χρηστών ηθών, της συμμόρφωσης προς τους πολιτειακούς νόμους και της μη ασκήσεως αθέμιτου προσηλυτισμού. Υποκείμενο της θρησκευτικής ελευθερίας είναι κάθε φυσικό πρόσωπο, είτε είναι Έλληνας πολίτης είτε όχι, καθώς και τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου που εξυπηρετούν θρησκευτικό σκοπό. Έχει δηλαδή μια ατομική και μια συλλογική διάσταση. Τα ως άνω στοιχεία του δικαιώματος αυτού προκύπτουν και από τη νομολογία. Χαρακτηριστικά σε απόφαση του ΜΠΑ για αναγνώριση σωματείου θρησκευτικού χαρακτήρα, διατυπώθηκε ότι η ίση μεταχείριση ανεξάρτητα από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις ενός προσώπου επιβάλλεται για την «απόλαυση όχι μόνο των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων, αλλά όλων των δικαιωμάτων που αναγνωρίζει η έννομη τάξη, καθιερώνεται δηλαδή η θρησκευτική ισότητα»2.
Αξιοσημείωτο είναι ότι κατά τις συζητήσεις του Συντάγματος του 1975, το δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας ήταν ενταγμένο στο άρθρο 4 που έφερε τον τίτλο «περί θρησκείας». Είχε προταθεί, μάλιστα να απαλειφθεί ο προσδιορισμός θρησκευτική από τον όρο θρησκευτική συνείδηση3.
Η θρησκευτική ελευθερία είναι ενταγμένη στο διάλογο σχετικά με τις σχέσεις κράτους – εκκλησίας στην ελληνική επικράτεια. Τα δύο αυτά θέματα, ωστόσο, των σχέσεων κράτους – εκκλησίας δηλαδή και της θρησκευτικής ελευθερίας, αν και συναφή, εφόσον η βάση τους παραμένει το θρησκευτικό φαινόμενο και συγκεκριμένα η θεσμική, νομική και κοινωνική του αποτύπωση, παραμένουν ανεξάρτητα το ένα από το άλλο4.
Οι ελλείψεις και οι δυσαρμονίες στην εφαρμογή της θρησκευτικής ελευθερίας δηλαδή δε σχετίζονται με το σύστημα σχέσεων κράτους – εκκλησίας που επικρατεί. Επιπλέον, η συνταγματική κατοχύρωση της θρησκευτικής ελευθερίας στην ελληνική έννομη τάξη εφοδιάζει τους φορείς του δικαιώματος αυτού με αξίωση έναντι του κράτους και όχι έναντι της θρησκευτικής κοινότητας. Δεν έχουν τη δυνατότητα να αντιταχθούν στη δογματική διδασκαλία της θρησκευτικής κοινότητας ή να αξιώσουν ενέργειες εκ μέρους της αντίθετες με το περιεχόμενο της εν λόγω διδασκαλίας και το εσωτερικό δίκαιο της κοινότητας5. Για παράδειγμα, δεν μπορεί ένα μέλος της Ορθοδόξου Εκκλησίας να αξιώσει την τέλεση τέταρτου γάμου από τη θρησκευτική του κοινότητα.
Ένα ζήτημα που απασχόλησε και τις συζητήσεις της Βουλής για το Σύνταγμα του 1975 είναι η γνωστή θρησκεία ως προϋπόθεση της ελευθερίας της λατρείας. Πιο αναλυτικά, είχε προταθεί η εισαγωγή διάταξης που να επιβάλλει την αναγνώριση μιας θρησκείας από το κράτος, όταν η οργάνωσή της, η διδασκαλία και η άσκηση της λατρείας της δεν είναι αντίθετη προς τα χρηστά ήθη6. Εδώ πρέπει να παρατηρηθεί το εξής: το καθεστώς της αναγνωρισμένης θρησκείας σημαίνει την αναγνώριση μιας θρησκείας από το κράτος ως προϋπόθεση άσκησης των λατρευτικών της καθηκόντων. Ακριβώς αυτό τα καθεστώς παρατηρείται στο μολδαβικό νόμο στην υπόθεση της Μητροπολιτικής Εκκλησίας της Βεσσαραβίας κατά της Μολδαβίας7. Η άρνηση της αναγνώρισης ισοδυναμούσε με στέρηση της λειτουργίας μιας θρησκευτικής ένωσης, καθώς στερούσε τη δυνατότητα ορισμένων ενεργειών με κυριότερη τη δικαστική προστασία της περιουσίας της. Στην Ελλάδα τέτοιο καθεστώς δεν υφίσταται8. Μια θρησκευτική κοινότητα ασκεί τα λατρευτικά της καθήκοντα με ή χωρίς νομική προσωπικότητα. Μπορεί, επιπλέον, να λειτουργήσει στην εθνική έννομη τάξη ως ένωση προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα, καθώς έχει ικανότητα διαδίκου9. Δεν μπορεί, όμως, να ανοίξει τραπεζικό λογαριασμό στο όνομα της θρησκευτικής κοινότητας, αλλά στο όνομα φυσικού προσώπου.
Τεκμήριο γνωστής θρησκείας καθιερώνει ο νόμος 4301/2014, ωστόσο, δε μεταβάλλει το ισχύον καθεστώς περί γνωστών θρησκειών10. Προς διευκόλυνση της δικηγορικής πρακτικής ορίζεται ότι μια θρησκεία τεκμαίρεται ότι είναι γνωστή, όταν έχει λάβει άδεια ίδρυσης και λειτουργίας ναού ή ευκτήριου οίκου της. Το καθεστώς αυτό δεν επιδρά αρνητικά στις θρησκευτικές κοινότητες που δεν έχουν λάβει ακόμα τέτοια άδεια, καθώς η Γενική Γραμματεία Θρησκευμάτων για τη χορήγηση άδειας ιδρύσεως και λειτουργίας εξετάζει τις διατυπώσεις της παραγράφου δύο του άρθρου 13Σ, για να διακρίνει αν μία θρησκευτική κοινότητα αποτελεί γνωστή θρησκεία και μάλιστα δεν εμμένει μόνο σε αυτές.
Ως θρησκεία μη γνωστή έχει χαρακτηριστεί με την απόφαση του ΠΠΑ ο Τεκτονισμός11, μετά από απόρριψη της από 26.10.1969 αίτησης σύστασης σωματείου με την ονομασία «Ελληνικόν Τεκτονικόν Τάγμα Δήλιος Απόλλων». Συγκεκριμένα, στο καταστατικό του εν λόγω υπό σύσταση σωματείου, δε διαφαινόταν το περιεχόμενο της διδασκαλίας και των αρχών που καταγράφονταν στο πρώτο άρθρο, ενώ η αναγραφή στο τρίτο άρθρο της υποχρέωσης προάσπισης των συμφερόντων της αδελφότητας «δι΄όλων των δυνάμεων», θα μπορούσε να θεμελιώσει και παράνομη δραστηριότητα. Το Δικαστήριο δέχθηκε την υπαγωγή του Τεκτονισμού στην έννοια της θρησκείας παραθέτοντας μεταξύ άλλων τη σύμφωνη προς αυτό γνώμη της Εκκλησίας της Ελλάδος, όπως εκφράστηκε διά της από 13.10.1933 συνεδριάσεως της Ιεραρχίας της με πρόεδρο τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χρυσόστομο Παπαδόπουλο. Ωστόσο, απεφάνθη την υπαγωγή του στην έννοια της μη γνωστής θρησκείας, λόγω του ότι είχε μη φανερά δόγματα, μη φανερή λατρεία, αποτελούσε μυστική οργάνωση με άγνωστο περιεχόμενο ακόμη και για πολλά από τα μέλη της, εξαιτίας της ιεραρχικής της δόμησης σε 33 βαθμούς στους οποίους αναρριχάται κάποιος με τελετή μυήσεως.
Πάντως, δεν πρέπει να συγχέεται η απόκτηση νομικής προσωπικότητας και οι σχετικές προϋποθέσεις με τη λήψη άδειας ίδρυσης και λειτουργίας χώρου λατρείας. Σύμφωνα με τη νομολογία ευκτήριο οίκο μπορούν να ιδρύσουν και πέντε πιστοί12, ενώ σύμφωνα με την από 19.6.2016 εγκύκλιο της Γενικής Γραμματείας Θρησκευμάτων αρκεί μονοψήφιος αριθμός πιστών για τη σχετική αδειοδότηση13.
Ας περάσουμε τώρα στο ειδικότερο δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι χάριν θρησκευτικών σκοπών, ένα δικαίωμα που βρίσκεται στην επικαιρότητα, καθώς τα τελευταία χρόνια το δικαίωμα της θρησκευτικής αυτονομίας που είναι ευρύτερο αυτού, έχει διαπλαστεί από τη νομολογία του ΕΔΔΑ. Οι θρησκευτικές κοινότητες αποτελούνται από πολίτες του κράτους που παράλληλα είναι και πιστοί. Ως πιστοί έχουν την ανάγκη και το δικαίωμα να ασκήσουν τα λατρευτικά τους καθήκοντα. Ως πολίτες του κράτους έχουν την ανάγκη να υπάρξουν εντός της πολιτείας οργανωμένοι σε ενώσεις θρησκευτικού χαρακτήρα με ξεκάθαρη θρησκευτική ταυτότητα που να συνάδει με τη φύση και το περιεχόμενο των σκοπών τους. Αυτή την ανάγκη έχει την πρόθεση να εξυπηρετήσει στην ελληνική έννομη τάξη ο νόμος 4301/201414, που εισάγει στην εθνική έννομη τάξη δύο νέες μορφές νομικής προσωπικότητας καθαρά θρησκευτικού χαρακτήρα, το θρησκευτικό νομικό πρόσωπο και το εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο. Θρησκευτικό νομικό πρόσωπο είναι το αποτελούμενο από 300 τουλάχιστον φυσικά πρόσωπα της ίδια θρησκευτικής κοινότητας και Εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο το αποτελούμενο από τουλάχιστον τρία θρησκευτικά νομικά πρόσωπα της ίδιας θρησκευτικής κοινότητας. Η λήψη νομικής προσωπικότητας με βάση τις διατάξεις του νομοθετήματος αυτού είναι προαιρετική15 και εξαιρούνται οι θρησκευτικές κοινότητες που τελούν σε καθεστώς δημοσίου δικαίου ή σε κοινωνία με τη μία εξ αυτών που είναι η ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία.
Τρία βασικά πράγματα θα πω σχετικά με αυτό το νομοθέτημα και θα κλείσουμε την εισήγηση. Το πρώτο είναι ότι στο άρθρο 13 του νόμου κατοχυρώνεται ρητά το κανονικό δίκαιο της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας ως προς την εφαρμογή του στις εσωτερικές σχέσεις της εν λόγω θρησκευτικής κοινότητας16. Το δεύτερο είναι σχετικό με τον όρο Εκκλησία και Εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο17. Ο όρος Εκκλησία δεν μπορεί να νοηθεί ότι εξυπηρετεί σκοπούς μη πρακτικούς στο κείμενο ενός πολιτειακού νομοθετήματος δεδομένης της θρησκευτικής ουδετερότητας. Διατυπώνεται στην αιτιολογική έκθεση ότι έχει καθαρά διοικητικό περιεχόμενο. Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός ότι στο δέκατο έβδομο κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου ο όρος Εκκλησία χρησιμοποιείται με διοικητικό περιεχόμενο18. Αλλά ακόμα και αν κρατήσουμε το ομολογιακό περιεχόμενο του όρου αυτού παρά την εμφάνισή του σε πολιτειακό νομοθέτημα, είναι απαραίτητο να ανατρέξουμε σε κάποια στατιστικά στοιχεία που καθιστούν εμφανή την πολυπληθή ύπαρξη χριστιανικών θρησκευτικών κοινοτήτων στην ελληνική επικράτεια. Πιο αναλυτικά, έως το 2012 και σύμφωνα με εγκύκλιο του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου Εφετείου Θεσσαλονίκης19, που περιλαμβάνει κατάλογο των θρησκευτικών κοινοτήτων που είχαν λάβει μέχρι εκείνη την ημερομηνία άδεια ίδρυσης και λειτουργίας χώρου λατρείας με τη συνακόλουθη αναφορά εκ μέρους του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων ότι δεν υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος μηχανισμός στην ελληνική νομική πρακτική, σχετικά με την απόδοση της έννοιας της γνωστής θρησκείας σε μία θρησκευτική κοινότητα, συνολικά 82 θρησκευτικές κοινότητες, εκ των οποίων οι 77 είναι ετερόδοξες και οι 5 αλλόθρησκες. Σύμφωνα δε με στοιχεία της Γενικής Γραμματείας Θρησκευμάτων, μέχρι την 14.12.2017 έχουν δοθεί 139 άδειες για ίδρυση ευκτήριου οίκου, 115 σε ετερόδοξες θρησκευτικές κοινότητες και μόλις 24 σε αλλόθρησκες20.
Τέλος, κάποια σύντομα νομολογιακά δεδομένα. Μέχρι την 14.12.2017 βρίσκονται καταχωρισμένες στο μητρώο που τηρείται στη Γενική Γραμματεία Θρησκευμάτων εννέα αιτήσεις θρησκευτικών νομικών προσώπων που έλαβαν νομική προσωπικότητα βάσει του νόμου 430121. Χαρακτηριστικά θα σας αναφέρω τις επωνυμίες πέντε εξ αυτών: «Ιερά Μητρόπολις Αττικής και Βοιωτίας της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών (ΓΟΧ) της Ελλάδος. Θρησκευτικό Νομικό Πρόσωπο», με 716 ιδρυτικά μέλη22, «Ιερά Μητρόπολις Πειραιώς και Σαλαμίνος της Εκκλησίας ΓΟΧ Ελλάδος. Θρησκευτικό Νομικό Πρόσωπο» με 449 ιδρυτικά μέλη23, «Μητρόπολη Ελλάδος της Αγίας Αρμενικής Ορθόδοξης Αποστολικής Εκκλησίας Θρησκευτικό Νομικό Πρόσωπο» με 303 ιδρυτικά μέλη24, «Ελευθέρα Αποστολική Εκκλησία Πεντηκοστής. Θρησκευτικό Νομικό Πρόσωπο» με 383 ιδρυτικά μέλη25, και «Ελευθέρα Αποστολική Εκκλησία Πεντηκοστής Κηφισίας - Θρησκευτικό Νομικό Πρόσωπο»26.
Το δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας, συνεπώς, είναι πολυδιάστατο και υψίστης σημασίας μέσα σε μια πολιτειακή έννομη τάξη, καθώς οι θρησκευτικές κοινότητες, είναι ζωντανοί οργανισμοί και υπόκεινται στις συνεχείς μεταβαλλόμενες συνθήκες που επηρεάζουν τόσο την πολιτεία στην οποία λειτουργούν, όσο και τη θρησκευτική κοινότητα στην οποία υπάγονται και ασκεί καταλυτική επίδραση στην ανάπτυξη της δράσης τους εντός της πολιτείας (πχ άρνηση στράτευσης λόγω θρησκευτικών πεποιθήσεων). Θα ακολουθήσουν εισηγήσεις που αναλύουν ειδικότερες εκφάνσεις του υπό εξέταση δικαιώματος.
Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας!
Σημείωση: Στα νομολογιακά δεδομένα που δεν αναφέρθηκαν στην εισήγηση, καθώς το απαραίτητο υποστηρικτικό υλικό βρέθηκε στην κατοχή της γράφουσας μετά τις 15/12/2017, εντάσσεται η πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση της απόρριψης αίτησης ίδρυσης Θρησκευτικού Νομικού Προσώπου με την επωνυμία «Ελληνική Εθνική Θρησκεία – Ύπατο Συμβούλιο των Ελλήνων Εθνικών, Θρησκευτικό Νομικό Πρόσωπο». Οι περιλήψεις των σχετικών αποφάσεων ΜΠΑ 2156/2015 και ΜΕΦ 1519/2017 (14ο) βρίσκονται στη στήλη «Νομολογία» της παρούσας ηλεκτρονικής εφημερίδας και η ανάλυσή τους σε συνάρτηση με τα δεδομένα του νόμου 4301/2014 κρίνεται ότι αποτελούν θέμα πιο εκτενούς άρθρου και όχι απλώς μιας συμπληρωματικής αναφοράς στο άρθρο της εισήγησης που παρατέθηκε παραπάνω. Θα ήθελα εδώ να ευχαριστήσω τον αξιότιμο συνάδελφο κ. Παρασκευά Λιάρτη για την ευγενική παραχώρηση των αποφάσεων αυτών.
1.Θα ήθελα να ευχαριστήσω τους καθηγητές μου κ. Σπύρο Τρωιάνο, Ομότιμο Καθηγητή της Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, και κ. Κωνσταντίνο Παπαγεωργίου, Επίκουρο Καθηγητή Εκκλησιαστικού Δικαίου ΑΠΘ.
2.ΜΠΑ 3483/2005 (ΝΟΜΟΣ): «Το ατομικό αυτό δικαίωμα, που υπόκειται μόνο στους προβλεπόμενους από το ίδιο το Σύνταγμα περιορισμούς, περιλαμβάνει την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης αφ` ενός (παρ. 1) και την ελευθερία εκδήλωσης των θρησκευτικών πεποιθήσεων αφ` ετέρου, με ρητή αναφορά στην ανεμπόδιστη άσκηση της λατρείας κάθε γνωστής θρησκείας (παρ. 2). Οι διατάξεις της παραγρ. 1 του άρθρου αυτού, με τις οποίες προστατεύεται η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης και επιβάλλεται η ίση μεταχείριση, ανεξάρτητα από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις, στην απόλαυση όχι μόνο των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων, αλλά όλων των δικαιωμάτων που αναγνωρίζει η έννομη τάξη, καθιερώνεται δηλαδή η θρησκευτική ισότητα, είναι διατάξεις θεμελιώδεις, ως μη υποκείμενες, σύμφωνα με το άρθρο 110 παρ. 1 του Συντάγματος, σε αναθεώρηση». Επίσης, βλ. ΣΤΕ 2281/2001 (www.valsamon.com): «Επειδή, με το άρθρο 13 του Συντάγματος κατοχυρώνεται ατομικό δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας. Το ατομικό αυτό δικαίωμα, που υπόκειται μόνο στους προβλεπόμενους από το ίδιο το Σύνταγμα περιορισμούς, περιλαμβάνει την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης αφ' ενός (παράγρ. 1) και την ελευθερία εκδήλωσης των θρησκευτικών πεποιθήσεων αφ' ετέρου, με ρητή αναφορά στην ανεμπόδιστη άσκηση της λατρείας κάθε γνωστής θρησκείας (παραγρ. 2). Οι διατάξεις της παραγρ. 1 του άρθρου αυτού, με τις οποίες προστατεύεται η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης και επιβάλλεται η ίση μεταχείριση, ανεξάρτητα από τις
θρησκευτικές πεποιθήσεις, στην απόλαυση όχι μόνο των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων, αλλά όλων των δικαιωμάτων που αναγνωρίζει η έννομη τάξη καθιερώνεται δηλαδή η θρησκευτική ισότητα…»
3.Βλ. ΕΠΙΣΗΜΑ ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΒΟΥΛΗΣ: ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΙΣ ΟΣΤ’ – Τετάρτη 23 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1975, σ.2121επ.
4.Ενδειτικά βλ.πρακτικά Διαρκούς Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων (ν.4301/2014), συνεδρίαση 23.9.2014 ώρα 14:30, ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΞΟΥΛΙΔΟΥ(αδημ.): «Θα ήθελα, επίσης, να προσθέσω ότι δεν είναι μόνο οι σχέσεις κράτους και Ορθόδοξης Εκκλησίας, που εξετάζονται, είναι οι σχέσεις του κράτους με όλες τις γνωστές θρησκείες και τις ενώσεις τους στην Ελλάδα. Όλα αυτά στο πλαίσιο της θρησκευτικής ελευθερίας ως αναφαίρετου δικαιώματος που επιτρέπει την ανεμπόδιστη άσκηση θρησκευτικών καθηκόντων, καθώς και την ειρηνική συνύπαρξή τους μέσα στους κόλπους μιας πολυσυλλεκτικής κοινωνίας».
5.Βλ.Ε.ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ, Οι σχέσεις κράτους και Εκκλησίας ως σχέσεις Συνταγματικά ρυθμισμένες, Θεσσαλονίκη 20003, σ.175-179, όπου στην 179 αναφέρεται στο παράδειγμα της τέλεσης πολιτικού γάμου και της μετέπειτα ένταξης των τέκνων στην εκκλησιαστική κοινότητα μέσω του βαπτίσματος. Σχετικά με το ζήτημα αυτό αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η Εκκλησία της Ελλάδος έχει αποφανθεί διά της Συνοδικής Επιτροπής επί των Δογματικών και Νομοκανονικών Ζητημάτων, βλ. Σ. ΤΡΩΙΑΝΟΣ – Κ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, Θρησκευτική Νομοθεσία. Ειδική Νομοθεσία – Βιβλιογραφία – Νομολογία, Αθήνα 2009, σ.875-877: «Ἐγκύκλιος 2395/1984, πρὸς τοὺς Σεβ. Μητροπολίτας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Θέμα: «Βάπτισις τέκνων προελθόντων ἐκ πολιτικοῦ γάμου τῶν γονέων των». {…} Κατόπιν τῶν ἀνωτέρω, ἡ Ἱερὰ Σύνοδος συνιστᾷ καὶ προτρέπει ἐντόνως, ὅπως οὐδεμία ἄρνησις προβάλλεται εἰς τὴν βάπτισιν τῶν ἀνωτέρω τέκνων, ἕκαστον τῶν ὁποίων ἀποτελεῖ ἰδίαν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καὶ ἀνεξάρτητον ἠθικὴν προσωπικότητα, δεδομένου ὅτι, διὰ τῆς ἀνωτέρω συγκαταβατικῆς συμπεριφορᾶς ἡμῶν, καὶ οἱ γονεῖς αὐτῶν ἐπηρεάζο-νται εὐμενῶς καὶ διευκολύνονται τὰ μέγιστα εἰς τήν, ἐν καιρῷ, τέλεσιν καὶ τοῦ θρησκευτικοῦ των γάμου, πρὸς πλήρη ἀποκατάστασιν τῶν πνευματικῶν των δεσμῶν μετὰ τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας.», και Συνοδική Επιτροπή επί των Δογματικών και Νομοκανονικών Ζητημάτων 2011 – 2015, «Βάπτιση τέκτων (sic), τα οποία προέρχονται από πολιτικό γάμο», https://www.ecclesia.gr/greek/holysynod/commitees/dogma/dogmatics_vaptisi.htm (29.12.2017), όπου αναφέρεται ότι όσοι τελούν πολιτικό γάμο θέτουν τους εαυτούς τους εκτός Εκκλησίας, ωστόσο η άρνηση βάπτισης των τέκνων τους «είναι άστοργος και αδικαιολόγητος, νευ (sic) ουδανός κανονικού και θεολογικού ερείσματος».
6.Βλ. ΕΠΙΣΗΜΑ ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΒΟΥΛΗΣ: ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΙΣ ΟΣΤ’ – Τετάρτη 23 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1975, σ.2125: «7. Ἡ ἀναγνώρισις ὡς γνωστῆς θρησκείας τινὸς εἶναι ὑποχρεωτικὴ διὰ τὸ κράτος ὅταν καὶ ἐφ’ ὅσον ἡ ὀργάνωσις, τὰ δόγματα, ἡ διδασκαλία καὶ ἡ ἄσκησις τῆς λατρείας δὲν εἶναι ἀντίθετα εἰς τὰ χρηστὰ ἤθη.
8. Πᾶσα ἀνεγνωρισμένη θρησκεία ἔχει αὐτοτέλειαν εἰς τὴν ρύθμισιν τῶν ἐσωτερικῶν της ὑποθέσεων καὶ τῶν ἐξωτερικῶν της σχέσεων, τὴν διοίκησιν τῆς περιουσίας καὶ τῶν ἱδρυμάτων της, ἐντὸς τῶν πλαισίων τῶν νόμων».».
7.{ΕΔΔΑ} Metropolitan Church of Bessarabia and Others v. Moldova, no. 45701/99, 27.3.2001
8.Βλ.και ΣτΕ 2105-2106/1975 (Ολομ.), όπου τρία στοιχεία αποδίδονται στην έννοια της γνωστής θρησκείας (φανερές δοξασίες, φανερή λατρεία, δημόσια εκδήλωση των δοξασιών), Σ. ΤΡΩΙΑΝΟΣ-Γ.ΠΟΥΛΗΣ, Εκκλησιαστικό Δίκαιο, Αθήνα – Κομοτηνή 20032 , σ.146-147.
9.Αναφέρεται πλέον ρητά στο νέο νόμο για τις θρησκευτικές κοινότητες (ν.4301/2014) ότι: «Θρησκευτικές κοινότητες που δεν έχουν αποκτήσει καθ’ οιονδήποτε τρόπο νομική προσωπικότητα, μπορούν να είναι διάδικοι ενώπιον αστικού και διοικητικού δικαστηρίου». (άρθρο 15)
10.17 ν.4301/2014: «Τεκμαίρεται ως γνωστή θρησκεία κάθε θρησκεία και δόγμα που για την άσκηση της δημόσιας λατρείας της τελεί σε ισχύ σχετική άδεια ίδρυσης και λειτουργίας ναού ή ευκτήριου οίκου της».
11.ΠΠΑ 2069/1969, Το κείμενο της απόφασης σε Ι. ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ, Εκκλησιαστικόν Δίκαιον, Αθήνα 1980, σ.817-822 με παρατηρήσεις του συγγραφέα.
12.ΣτΕ 881/1962, Κ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, Εκκλησιαστικό Δίκαιο, Θεσσαλονίκη 20172 , σ.182υποσ.92.
13.Εγκύκλιος της Γενικής Γραμματείας Θρησκευμάτων με θέμα: «Επικαιροποίηση και συμπλήρωση της αρ.πρ. 69230/Α3/6-5-2014 (ΑΔΑ: ΒΙΦΘ9-Τ0Τ) εγκυκλίου περί χορήγησης άδειας ίδρυσης και λειτουργίας καθώς και άδειας μεταστέγασης σε χώρους λατρείας ετερόθρησκων και ετερόδοξων θρησκευτικών κοινοτήτων».
14.«Οργάνωση της νομικής μορφής των θρησκευτικών κοινοτήτων και των ενώσεών τους στην Ελλάδα και άλλες διατάξεις αρμοδιότητας Γενικής Γραμματείας Θρησκευμάτων», ΦΕΚ Α 223/7-10-2014.
15.Στη Διάταξη με αριθμό 33/2015 του Ειρηνοδικείου Νέας Ιωνίας, όπου το Δικαστήριο αρνήθηκε εσφαλμένα τη σύσταση σωματείου αποτελούμενου από μέλη θρησκευτικής κοινότητας αναπτύσσοντας στο σκεπτικό του ότι δεν ήταν δυνατή η σύσταση σωματείου, αλλά θρησκευτικού νομικού προσώπου, βλ.Γ. Ι. ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΣ, σχόλιο στην 33/2015, ΝΟΜΟΚΑΝΟΝΙΚΑ 2/2017, σ.186-188, Ε. ΠΑΛΙΟΥΡΑ, «Δικαιώματα των νομικών προσώπων που εξυπηρετούν θρησκευτικούς σκοπούς», Δημόσιο Δίκαιο 2 (2017), σ.250, www.publiclawjournal.com.
16.13πα4 ν.4301/2014: «…Ως προς την εσωτερική τους οργάνωση και λειτουργία τους θα διέπονται από το κανονικό δίκαιο της Καθολικής Εκκλησίας».
17.12πα1 ν.4301/2014: «Εκκλησία είναι η ένωση τουλάχιστον τριών θρησκευτικών νομικών προσώπων της αυτής θρησκείας, η οποία έχει επισκοπική ή συνοδική ή άλλη κεντρική δομή…».
18.«Ἐπειδή περ διαφόρων ἐκκλησιῶν κληρικοί, τάς ἰδίας, ἐν αἷς ἐχειροτονήθησαν, ἐκκλησίας καταλιπόντες, πρὸς ἑτέρους συνέδραμον ἐπισκόπους, καὶ γνώμης δίχα τοῦ οἰκείου ἐπισκόπου, ἐν ταῖς ἀλλοτρίαις κατετάγησαν ἐκκλησίαις, ἐκ τούτου τε συνέβη ἀνυποτάκτους αὐτοὺς καταστῆναι• ὁρίζομεν, ὥστε, ἀπὸ τοῦ Ἰανουαρίου μηνὸς τῆς παρελθούσης τετάρτης ἐπινεμήσεως, μηδένα τῶν ἁπάντων κληρικῶν, κἄν ἐν οἰῳδήποτε τυγχάνῃ βαθμῷ, ἄδειαν ἔχειν, ἐκτὸς τῆς τοῦ οἰκείου ἐπισκόπου ἐγγράφου ἀπολυτικῆς, ἐν ἑτέρᾳ κατατάττεσθαι ἐκκλησίᾳ• ἐπεὶ ὁ μή τοῦτο ἀπὸ τοῦ νῦν παραφυλαττόμενος, ἀλλὰ καταισχύνων τό γε ἐπ' αὐτὸν τὸν τὴν χειροτονίαν αὐτῷ ἐπιτεθεικότα, καθαιρείσθω καὶ αὐτός, καὶ ὁ παραλόγως αὐτὸν προσδεξάμενος» (www.valsamon.com).
19.Αρ.Πρωτ.126
20.ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΜΗΜΑ ΕΤΕΡΟΘΡΗΣΚΩΝ & ΕΤΕΡΟΔΟΞΩΝ, από 14/12/2017 ηλεκτρονικό μήνυμα παροχής πληροφοριών σε πολίτη.
21.ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΜΗΜΑ ΕΤΕΡΟΘΡΗΣΚΩΝ & ΕΤΕΡΟΔΟΞΩΝ, από 14/12/2017 ηλεκτρονικό μήνυμα παροχής πληροφοριών σε πολίτη.
22.ΜΠΑ 165/2015 (ΝΟΜΟΣ)
23.ΜΠΠ 2457/2015 (ΝΟΜΟΣ)
24.ΜΠΑ 1279/2016 (Νομοκανονικά 1/2017, σ.174)
25.ΜΠΑ 2842/2015 (αδημ.)
26.ΜΠΑ 2749/2015 (αδημ.)