του Νικολάου Χαροκόπου
«’Δῶ μιὰ φορὰ ἦταν ἄνθρωπος, κι ἐκεῆ ’ταν ἕνας τόπος»
Προ ημερών φυλλομέτρησα μία προσφάτως ολοκληρωθείσα διδακτορική διατριβή από ένα άτομο που φαινόταν «παιδὶ ζωηρό, φανατικὸ γιὰ γράμματα» και είχε καταπιαστεί με ένα μείζον θέμα. Ομολογώ ότι απογοητεύτηκα. Δεν θα μείνω στον άκαμπτο λόγο, δεν είναι, άλλωστε, λογοτεχνικό έργο η διατριβή. Αυτό που με απογοήτευσε είναι ότι ενώ έχει συγκεντρώσει έναν μεγάλο αριθμό πληροφοριών, ο τρόπος διάρθρωσης της μελέτης και παράθεσης των πληροφοριών δίνει την εντύπωση μίας αγωνιώδους προσπάθειας απόδειξης της ευρυμάθειας και εύρους της μελέτης, που τελικά υπονομεύει τον σκοπό της. Φαίνεται σαν μία αναψηλάφηση ενός πολύ γνωστού θέματος, με αράδιασμα σκέψεων που μοιάζουν τελικά ασύνδετες και δεν δίνουν κάτι ουσιαστικά καινούργιο, περιορίζονται σχεδόν σε τυπικά συμπεράσματα, που μοιάζουν αυτονόητα. Εξ ου και ο λόγος που θυμήθηκα το παραπάνω σολωμικό δίστιχο.
Οι στίχοι του ποιητή μου έφεραν στο νου και ένα συναφές γνωμικό του Ηρακλείτου : «Πολυμαθίη νόον ἔχειν οὐ διδάσκει». Η παραπάνω διατριβή, και άλλες αντίστοιχες, παρόλη την κατά κανόνα καλή πρόθεση όλων των εμπλεκομένων, πέφτουν θύματα μίας συνεχώς διευρυνόμενης, και, κατ’ εμέ, εν πολλοίς λανθασμένης, θεώρησης των διδακτορικών σπουδών σήμερα. Προ καιρού εξεπλάγην κάπως, όταν διάβασα ένα άρθρο για τον αριθμό των ατόμων με διδακτορικό τίτλο στην Ελλάδα, που ξεπερνά τις σαράντα χιλιάδες. Εν συνεχεία προβληματίστηκα. Σίγουρα, η αύξηση του αριθμού ανταποκρίνεται εν μέρει, όπως παρατηρούσε ο αρθρογράφος, στις ολοένα αυξανόμενες απαιτήσεις για εξειδίκευση στα διάφορα επιστημονικά πεδία. Ωστόσο, νομίζω ότι αυτή η εν πολλοίς, ας μου επιτραπεί ο όρος, βιομηχανοποίηση της συγγραφής διατριβών ενέχει τον κίνδυνο να υποβαθμιστεί η πρωταρχική σημασία και στόχος της εκπόνησης μίας διατριβής- η προώθηση της έρευνας.
Αρκετοί, πλέον, λόγω της συνεχούς αυξανόμενης ανταγωνιστικότητας, προσεγγίζουν την κοπιώδη διαδικασία ενός διδακτορικού εξαρχής λανθασμένα, βλέποντάς το μηχανιστικά, ως ένα επιπλέον asset, όπως λέγεται στην τεχνοκρατική γλώσσα, για την επαγγελματική ή και ακαδημαϊκή τους ανάδειξη. Ακόμη και η έννοια της επιστημονικής άμιλλας, έχει διαστρεβλωθεί και καταλήγει σε έναν κενό, μικρόψυχο ανταγωνισμό, που περιορίζει τη σημασία του διδακτορικού στην προσωπική προβολή και την απόκτηση, εν τέλει, λίγο παραπάνω μορίων για τη δουλειά του καθενός…
Ας μη θεωρηθεί ότι οι σκέψεις αυτές εκφράζουν έναν ελιτισμό και περιφρόνηση απέναντι στους τωρινούς και μελλοντικούς υποψηφίους διδάκτορες. Ακριβώς το αντίθετο. Έχοντας περάσει από τη σχετική διαδικασία, κατανοώ πλήρως τις προκλήσεις και προσπαθώ να επισημάνω τους κινδύνους υποβάθμισης για τωρινούς και μελλοντικούς κατόχους διδακτορικού. Η υπερπαραγωγή διδακτορικών, ιδίως με τις τρέχουσες συνθήκες και παθογένειες της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης και αγοράς εργασίας δεν μπορεί παρά να οδηγήσει στη de facto υποβάθμιση του τίτλου.
Χρειάζεται μια ουσιαστική επαναπροσέγγιση του ζητήματος, που δεν είναι ανεξάρτητο φυσικά από το γενικότερο ζήτημα της υπερπληθώρας πανεπιστημιακών τίτλων, που δημιουργούν συνθήκες κορεσμού και τελικώς προσλαμβάνονται από πολλούς ως επιστημονικοφανείς. Αναμφισβήτητα, η ευκόλως προτεινόμενη μείωση του αριθμού των ατόμων που κατέχουν διδακτορικό είναι μία απλοϊκή προσέγγιση του θέματος. Δεν μπορεί ένα γενικός περιορισμός της πρόσβασης στη γνώση και την έρευνα να αποτελέσει μία ουσιαστική λύση, όπως, όμως, λύση δεν αποτελεί και η συνεχής, χωρίς επικαιροποιημένες επεμβάσεις, αύξηση των διδακτόρων. Αυτό που απαιτείται για τη διαμόρφωση των σωστών προϋποθέσεων είναι η παροχή μίας πολύπλευρης στήριξης από τους θεσμούς και τους ίδιους τους επιβλέποντες καθηγητές, που θα οδηγήσει στην κατάθεση ολοκληρωμένων προτάσεων έρευνας και στην ευδόκιμη ολοκλήρωσή τους. Κατ΄ αυτόν τον τρόπο θα εκπληρώνεται πρωτίστως ο βασικός στόχος της διατριβής, η πρωτότυπη συμβολή στην έρευνα που δεν θα εκπίπτει σε μία ξερή πολυμάθεια.