του Δημητρίου Αλεξόπουλου
Μέγαν εὕρατο ἐv τοῖς κιvδύvοις,
σὲ ὑπέρμαχοv, ἡ οἰκουμένη,
Ἀθλοφόρε τὰ ἔθνη τροπούμενον.
Ὡς οὖν Λυαίου καθεῖλες τὴν ἔπαρσιν,
ἐν τῷ σταδίῳ θαῤῥύvας τὸν Νέστορα,
οὕτως Ἅγιε, Μεγαλομάρτυς Δημήτριε,
Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε,
δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
(Ἀπολυτίκιον τοῦ Ἀγίου)
Ἡ Θεσσαλονίκη εὐτύχησε νὰ εἶναι ἡ γενέτειρα τοῦ ἁγίου Δημητρίου τοῦ Μεγαλομάρτυρος καὶ Μυροβλύτου, τὸν ὁποῖο ἡ Ὀρθόδοξη Χριστιανοσύνη ἑορτάζει τὴν 26η Ὀκτωβρίου. Στὴ νύφη τοῦ Θερμαϊκοῦ γεννήθηκε περὶ το 280-284 μ.Χ. ὁ Δημήτριος καὶ μαρτύρησε περὶ τὸ 306 μ.Χ. στὴν ἴδια ἐπιφανῆ πόλη τῆς Μακεδονίας, σύμφωνα μὲ τοὺς κυριότερους συναξαριστές του. Τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου ἐκτυλίσσεται τὴν περίοδο τῆς ρωμαϊκῆς τετραρχίας στὴν περιφέρεια ἁρμοδιότητας τοῦ αὐτοκράτορα (Αὔγουστου) Γαλέριου Μαξιμιανοῦ (305-311 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος ἀνέλαβε τὰ ἡνία τῆς ἐξουσίας ἕνα μόλις ἔτος (305 μ.Χ.) πρὶν τὴ συνάντησή του μὲ τὸν Ἅγιο Δημήτριο στὴ Θεσσαλονίκη.
Τὸ ἴδιο περίπου ἔτος μὲ τὸ μαρτύριο τοῦ Μυροβλύτη, κορυφώνεται τὸ Μελιτιανὸ σχίσμα, μὲ τὸν Πέτρο Α´ Ἀλεξανδρείας νὰ συγκαλεῖ Σύνοδο στὴν ὁποία καταδικάζεται ὁ Ἐπίσκοπος Λυκοπόλεως Μελίτιος. Τὸ μῆλο τῆς Ἔριδος ἦταν ἡ ἀπαράκλητη αὐστηρότητα, τὴν ὁποία ὁ Μελίτιος καὶ οἱ ἀκόλουθοί του ἐπιχειροῦσαν νὰ ἐφαρμόσουν στοὺς «παραπεπτωκότες» ἢ «παραπεσόντες», σὲ χριστιανούς, μὲ ἄλλα λόγια, ποὺ ὑπὸ τὸ κράτος τῶν διωγμῶν προέβαιναν σὲ πραγματικὴ ἤ προσποιητὴ ἀποκήρυξη τῆς χριστιανικῆς πίστης. Ἐξ ἀπόψεως Κανονικοῦ Δικαίου, ὁ Ἅγιος Δημήτριος δὲν ἀνῆκε στοὺς «πεπτωκότες». Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ τὸν συνέλαβαν μὲ τὴν κατηγορία τοῦ χριστιανοῦ, παρέμεινε «πιστὸς ἄχρι θανάτου» (πρβλ. Ἀποκ. 2:10) καἰ εἰσήλθε τῆν ἔνδοξη χορεία τῶν Μαρτύρων τῆς Χριστιανοσύνης. Ὁ Θεσσαλονικέας ἅγιος, ὅμως, δὲν ἀνῆκε οὔτε σὲ ἐκείνους ποὺ ἐξαποστέλλουν στὸ πῦρ τὸ ἐξώτερο συνανθρώπους τους καὶ μάλιστα σὲ καιρὸ δοκιμασίας ποὺ «ὁ σατανᾶς ἐξητήσατο τοῦ σινιᾶσαι» τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ «ὡς τὸν σῖτον» (πρβλ. Λουκ. 22:31). Ἀντίθετα, τὴν ὥρα τοῦ κινδύνου, ὁ Δημήτριος φιλαδέλφως προσεύχεται ὑπὲρ τῶν μαθητῶν αύτοῦ Νέστορα καὶ Λούπου (συνεορτάζουν τὴν 27η Ὀκτωβρίου), τοὺς ὁποίους καὶ μεταμορφώνει σὲ συναθλοφόρους «σκηνῆς θαυμαστῆς» (πρβλ. Ψάλμ. 42:4).
Ἀκολουθώντας τὶς ἁγιολογικὲς πηγές, ὁ Ἅγιος μαρτύρησε μόλις ἑπτὰ ἔτη πρὶν τὴν ἔκδοση τοῦ Διατάγματος τῶν Μεδιολάνων (313 μ.Χ.), τὸ ὁποῖο χορηγοῦσε θρησκευτικὴ ἀνεξιθρησκεία στοὺς κατοίκους τῆς ἀχανοῦς ρωμαϊκῆς οἰκουμένης μὲ ἰδιαίτερα φιλικὸ γιὰ τὶς χριστιανικὲς κοινότητες τρόπο. Ἐὰν ὁ στεφηφόρος Δημήτριος εἶχε προφθάσει τὸ Διάταγμα και εἶχε παραμείνει ἐν ζωῇ, θὰ ἦταν περίπου σαράντα ἐτῶν κατὰ τὴν ἔναρξη τῶν ἐργασιῶν τῆς Ἃ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας (325 μ.Χ.). Πιθανώτατα μάλιστα, νὰ εἶχε τὴ δυνατότητα νὰ παρακολουθήσει αὐτοπροσώπως τὶς ἐργασίες τῆς Συνόδου, ἐφόσον εἶχε συμπεριληφθεῖ στὴ συνοδικὴ ἀντιπροσωπεία τῆς τοπικῆς ἐκκλησίας μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Ἀλέξανδρο Θεσσαλονίκης. Η Α´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος θὰ λάβει διακριτικὴ καὶ φιλάνθρωπη θέση ἀπέναντι στοὺς παραπεσόντες (κυρίως μέσῳ τῶν κανόνων Ι (10), ΙΑ (11) καὶ ΙΔ (14) αὐτῆς). Εἶναι σημαντικὸ ὅτι οἱ κανόνες αὐτοὶ ἀποτελοῦν, σὲ μεγάλο βαθμό, θεολογικὴ παραγωγὴ ὁμολογητῶν τῆς πίστεως. Συντάχθηκαν, δηλαδή, οἱ ἱεροὶ κανόνες αὐτοὶ ἀπὸ ἐκκλησιαστικὲς προσωπικότητες μέ, μικρότερη ἢ μεγαλύτερη, ἴδια πεῖρα τῶν βασάνων καὶ τῶν διωγμῶν τοῦ πικροῦ πρόσφατου παρελθόντος.
Ἐφόσον εἶχε ἐπιβιώσει τοῦ διοκλητειάνιου διωγμοῦ, ὁ Ἅγιος Δημήτριος πιθανώτατα δὲν θὰ βρισκόταν στὴ ζωὴ τὸν καιρὸ τῆς Β’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ ὁποία ἔλαβε χώρα ἑκατὸ περίπου ἔτη ἀπὸ τὴ γέννηση τοῦ ἁγίου στὴν Κωνσταντινούπολη (381 μ.Χ.). Καθὼς, ὅμως, ὁ Μεγαλομάρτυς Δημήτριος διέβη τὸ καταπέτασμα τῶν παρόντων καὶ κατοικεῖ πλέον στὴ χώρα τῶν μελλόντων ἀγαθῶν, ἀνεδείχθη, κατὰ τὴ θεολογία καὶ τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, σὲ παγκόσμιο, ἀκοίμητο καὶ διαχρονικὸ «σημεῖον εἰς ἀγαθόν», «ὁλοκάρπωμα θυσίας», κριτὴς ἐθνῶν καὶ κυβερνήτης λαῶν ἀθανασίας πλήρης, (πρβλ. Σοφ. Σολ. 3:5-8), πρόστατης τῆς ἀγαπημένης πόλης του Θεσσαλονίκης καὶ σύμπασας της οἰκουμένης.