Ο Μέγας Βασίλειος μεταξύ της θύραθεν και χριστιανικής παιδείας

*Κεντρικό Άρθρο-Αφιέρωμα
Με αφορμή τον χθεσινό εορτασμό των Τριών Ιεραρχών, δόθηκε η αφορμή να αναλογιστώ τη σημασία της καθιέρωσης της εορτής ως πανεπιστημιακού εορτασμού για το λεγόμενο «εθνικό αφήγημα» του 19ου και 20ου αιώνα, που στοχεύει στην προβολή του ενιαίου και αδιαίρετου ελληνοχριστιανικού πολιτισμού και βρίσκει την ιδανική πραγμάτωσή του στους τρεις λόγιους Ιεράρχες, που αποτελούν ταυτόχρονα πυλώνες της θεολογικής σκέψης, αλλά και βαθείς κοινωνούς της αρχαιοελληνικής γραμματείας. 
Το ζήτημα αυτό που εξετάστηκε πρόσφατα (βλ. το βιβλίο της Ε. Γαζή Ο Δεύτερος Βίος των Τριών Ιεραρχών) και σίγουρα η ενασχόληση μαζί του είναι χρήσιμη για τη καλύτερη κατανόηση της πνευματικής ιστορίας του νεοελληνικού κράτους. Πιστεύω, όμως, ότι δεν πρέπει να εξαντλείται η σημασία της σχέσης των Τριών Ιεραρχών με την παιδεία στη σύγχρονη προβολή της εορτής. Επιπλέον, θα πρέπει να λεχθεί προκαταβολικά ότι η σύνδεση των Ιεραρχών με την παιδεία, και δη του ανωτάτου επιπέδου, είναι απόλυτα θεμιτή σε τελική ανάλυση, δεδομένης και της δική τους φοίτησης σε διακεκριμένα ιδρύματα, δίπλα σε επιφανείς λογίους της εποχής τους, που τους επέτρεψαν μία πλατειά γνώση της κλασικής παιδείας και του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού. Ωστόσο, θα πρέπει να αποφευχθεί μία τυποποιημένη, και ίσως φολκλορική, για να θυμηθώ μία παρατήρηση του  Καθ. Κιτρομηλίδη, προσέγγιση, που προϋποθέτει έναν πλήρη εξελληνισμό του Χριστιανισμού ή εκχριστιανισμού του Ελληνισμού σε μία συνεχή, εν πολλοίς γραμμική πορεία μέχρι το νεοελληνικό κράτος. 
Το διακύβευμα μίας τέτοιας θεώρησης και η σημασία αποφυγής της μπορεί να γίνουν αντιληπτά μέσα από την πραγματεία του Μεγάλου Βασιλείου «Πρὸς τοὺς νέους, ὅπως ἂν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων». Στην περίφημη αυτή πραγματεία, γραμμένη προς το τέλος του βίου του Ιεράρχη, παρατίθενται παιδαγωγικές παροτρύνσεις για τη μελέτη της αρχαίας γραμματείας, μέσα από την οποία οι χριστιανοί νέοι θα μπορούν να ωφεληθούν, ακολουθώντας ηθικά πρότυπα που συμβάλλουν ως μία προπαρασκευή, ένα προγύμνασμα, στον δρόμο προς την αρετή, και τη χριστιανική αλήθεια. Στο πρώτο τμήμα ο Ιεράρχης απαριθμεί τα οφέλη από τη μελέτη από τα έργα ποιητών, πεζογράφων και ρητόρων. Ωστόσο, επισημαίνει και τα στοιχεία που πρέπει, κατ΄ αυτόν, να αποφέυγονται, όπως «τὴν περὶ τὸ ψεύδεσθαι τέχνην» των ρητόρων, τα οποία μπορούν να εμποδίσουν την προσέγγιση της αρετής, μέγιστο υμνητή της οποίας θεωρεί τον Όμηρο, ιδίως με το παράδειγμα του Οδυσσέα. Τη δε ιδέα της αρετής ως μόνου αναφαίρετου κτήματος την επεκτείνει περαιτέρω με παραδείγματα από τον Σόλωνα, τον Θέογνη και τον Πρόδικο τον Κείο. Στη συνέχεια αναφέρεται σε επιφανείς άνδρες της Αρχαιότητας (Περικλή, Σωκράτη, Μεγ. Αλέξανδρο κ. ά.) που μπορούν να χρησιμεύσουν ως υποδείγματα πραότητας και ανεξικακίας. Τέλος, αφού και πάλι αναφερθεί σε γενικά παραδείγματα από τον στίβο και τους μουσικούς αγώνες, θα απαντήσει στο ερώτημα «τί οὖν ποιῶμεν» με το «τί ἄλλο γε ἢ τῆς ψυχῆς ἐπιμέλειαν». Στον στόχο αυτό, προς την απελευθέρωση των παθών, βασικό υποστηρικτικό ρόλο έχει η φιλοσοφία, όπως φαίνεται από την ειδικότερη αναφορά στον Πλάτωνα. 
Αυτό που γίνεται άμεσα αντιληπτό στον κάθε αναγνώστη της πραγματείας είναι η πλατειά και σε βάθος γνώση της αρχαίας γραμματείας από τον Μέγα Βασίλειο. Αυτή αποτελεί καρπό της μακράς του θητείας στα γράμματα, που κορυφώνεται κατά τη διαμονή του στην Αθήνα, στην οποία έφτασε το 350. Η πόλη, παρόλο που είχε ήδη πληγεί από τη βαρβαρική επιδρομή των Ερούλων το 267, διατηρούσε ακόμα την αίγλη της μέσα από τη μακρά πολιτιστική της παράδοση, με πλήθος φιλοσοφικών σχολών που προσέλκυαν φοιτητές από όλο το Imperium. Στην Αθήνα ο Βασίλειος θα συνδεθεί με αδελφική φιλία με έναν άλλο επιφανή νέο σπουδαστή και μετέπειτα Ιεράρχη, τον Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό, ενώ αμφότεροι θα αναπτύξουν φιλία με έναν άλλο σπουδαστή, τον ξάδελφο του αυτοκράτορα Κωνστάντιου Β΄ και μετέπειτα αυτοκράτορα, Ιουλιανό. 
Μάλιστα, είναι ενδιαφέρον ότι παρά τις μετέπειτα διαφορετικές θέσεις τους, τις προσωπικότητες αυτές συνδέει μία βαθειά αγάπη και θαυμασμός για την Αθήνα των γραμμάτων. Στον Επιτάφιο του Μεγάλου Βασιλείου, ο Γρηγόριος ανακαλεί και επαινεί «τὰς Ἀθήνας τὰς χρυσὰς ὄντως ἐμοὶ καὶ τῶν καλῶν προξένους» (PG 36, 513a), ενώ ο Ιουλιανός, αναφερόμενος μεταφορικά στις πηγές της γνώσης που επιχωριάζουν στην Αθήνα, παρατηρεί ότι «τῶν ᾿Αθηνῶν δὲ πολλὰ μὲν καὶ καθαρὰ καὶ ἐπιχώρια τὰ νάματα, πολλὰ δὲ ἔξωθεν ἐπιρρεῖ καὶ ἐπιφέρεται τίμια τῶν ἔνδον οὐ μεῖον• οἱ δὲ ἀγαπῶσι καὶ στέργουσι» (Εὐσεβίας τῆς βασίλιδος ἐγκώμιον 119d).
Αυτή η μακρά θητεία του Μεγάλου Βασιλείου στην κλασική, «θύραθεν» παιδεία αποτυπώνεται σε κάθε τμήμα της πραγματείας του προς τους νέους, ήδη από το προοίμιο, που παραπέμπει λεκτικά και νοηματικά στα δημηγορικά προοίμια του Δημοσθένους. Πλήθος φράσεων συνδέουν τον λόγο του Ιεράρχη με επιφανείς μορφές της γραμματείας, π.χ. τον Όμηρο, τον Ισοκράτη, τον Πλούταρχο και προπαντός τον Πλάτωνα. Η μεγάλη επιρροή του τελευταίου καθίσταται απτή τόσο μέσα από λεπτές αναφορές, αλλά και από την επιστράτευση της πλατωνικής διδασκαλίας για τη σημασία της απελευθέρωσης της ψυχής από το «δεσμωτήριο» των παθών του σώματος. 
Φυσικά, είναι ορθή η παρατήρηση ότι ο Μέγας Βασίλειος προσεγγίζει επιλεκτικά τα αρχαία κείμενα, επικεντρώνοντας σε αυτά που θεωρεί χρήσιμα για την προπαρασκευή της μέθεξης των θείων λόγων. Αυτό, ωστόσο, δε σημαίνει ότι τοποθετεί τα κείμενα σε μία προκρούστεια κλίνη, παραλλάσσοντάς τα και διαστρέφοντάς τα νοηματικά κατά το δοκούν, ως ένας άτεγκτος και αρνητικά διακείμενος εκκλησιαστικός συγγραφέας. Εδώ απέχουμε πολύ από το πνεύμα του αναθέματος της Κυριακής της Ορθοδοξίας για όσους μελετούν τα ελληνικά γράμματα «μὴ διὰ παίδευσιν μόνον». Σίγουρα, η ερμηνεία και πρόσληψη των κειμένων διαμορφώνεται από τη δική του, χριστιανική εν προκειμένω, θεώρηση, αλλά αυτό είναι κάτι το οποίο θα πρέπει να αναμένουμε από τον κάθε κριτικά σκεπτόμενο συγγραφέα και μελετητή, λαμβάνοντας υπόψιν και το πλαίσιο της εποχής του. Η πραγματεία του αποτελεί μία διδακτική θεωρία πάνω στα κείμενα, απόλυτα θεμιτή, καρπό μακράς ενασχόλησης και ανυπόκριτου θαυμασμού προς την κλασική παιδεία. Με αυτόν τον τρόπο, ο Μέγας Βασίλειος εντάσσεται στην παράδοση του Ιουστίνου και των μεγάλων Απολογητών του 3ου αιώνα (Κλήμης, Ωριγένης), που διερεύνησαν διεξοδικά τη σχέση της  ελληνικής φιλοσοφίας και ποίησης με τον θείο Λόγο και τη χριστιανική πίστη.
Έτσι, η πραγματεία του Μεγάλου Βασιλείου αποτελεί επιφανές παράδειγμα του χρυσού αιώνα της πατερικής θεολογίας και της κορύφωσης μίας μακράς, διαλεκτικής σχέσης του Ελληνισμού και Χριστιανισμού, οι απαρχές της οποίας μπορούν να αναχθούν και στην προ της ίδρυσης της Εκκλησίας εποχή, όταν ο όρος ἑλληνισμὸς εμφανίζεται τον 3ο αι. π. Χ., συνδεόμενος με την πολιτισμική ώσμωση ανάμεσα σε Ιουδαίους και Έλληνες, που έφερε και τη μετάφραση των Εβδομήκοντα. Η μακρά αυτή οργανική σχέση και επίδραση των κλασικών γραμμάτων στους χριστιανούς διανοητές οδήγησε πέρα από τη μορφολογική επίδραση, στο να υπάρχει «οργανικά διαπεπλεγμένο» στη θεολογία ένα σημαντικό τμήμα του Ελληνισμού (Στ. Παπαδόπουλος, Ορθοδοξία και Ελληνισμός, 11-2). 
Ταυτόχρονα θα πρέπει να γίνεται αντιληπτό ότι αυτή η διάδραση δεν προϋποθέτει διάχυση του Ελληνισμού στον Χριστιανισμό και αντίστροφα. Για να επανέλθω στο ζήτημα που έθιξα στην αρχή, μία τέτοια γενικεύουσα προσέγγιση μπορεί να οδηγήσει σε ένα ερμηνευτικό σχήμα που διαμορφώνεται εν πολλοίς από μία μάλλον ή ήττον σύγχρονη, εθνολογικής χροιάς, ερμηνευτική επιδίωξη. Η προσεκτική μελέτη του κειμένου της πραγματείας του Μεγάλου Βασιλείου, μέσα από την οποία γίνεται αντιληπτή η συνάντηση αυτών των δύο διακριτών μεγεθών, του Ελληνισμού και Χριστιανισμού, δεικνύει τις δυνατότητες, μα και τα όρια, της σχέσης αυτής. Μέσα από αυτή καθίσταται σαφέστερα αντιληπτό ότι η πορεία και δυναμική της φιλοσοφικής/θεολογικής σκέψης και, τηρουμένων των αναλογιών, της σύγχρονης τους κοινωνίας, καθώς κινούμαστε από την ύστερη Αρχαιότητα στον Μεσαίωνα, δεν είναι γραμμική, αλλά χαρακτηρίζεται από ιδιομορφίες, συνέχειες και ασυνέχειες που δεν υπακούν σε κάποιο προκαθορισμένο ερμηνευτικό μοντέλο.

Επαφή

arthro 13

13arthro@gmail.com

Αναζήτηση στο site

Αφιερώματα

9ος Διεθνής Διαγωνισμός Εικονικής Δίκης Ρωμαϊκού Δικαίου {Βιέννη 6-9 Απριλίου 2016}

Η νομική επιστήμη είναι ένα πυλώνας σύνδεσης με τον καθημερινό βίο του παρόντος και του παρελθόντος, αποτελώντας παράλληλα έρεισμα για συζητήσεις αναγόμενες στην πολιτική και την κοινωνική εξέλιξη...

Ο κόσμος δεν είναι δικός μας, είναι του Ομήρου

του Νικολάου Χαροκόπου Μερικές παρατηρήσεις με αφορμή την ομηρική πλάκα από την Ολυμπία  Πριν από μερικές εβδομάδες η επιστημονική κοινότητα εντός και εκτός Ελλάδας, καθώς και η κοινή γνώμη,...

Τα ιδιαίτερα αρχαία θέατρα του ελλαδικού χώρου: Β΄Μέρος

    Δεν πιστεύω να νομίζατε ότι τα ιδιαίτερα θέατρά μας ήταν μόνο αυτά! Έχουμε πολύ μελέτη ακόμα για όσα γνωρίζουμε και για όσα δεν «έχουν βγει στην επιφάνεια» μέχρι τώρα. Αξίζει...

Βουτιά στη μυθολογία «ΗΡΑΚΛΗΣ: Δραματολογικές προσεγγίσεις», Β' Μέρος

ΟΡΝΙΘΕΣ(ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ)   ΠΛΟΚΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ      Δύο γέροντες-Αθηναίοι, ο Πεισέταιρος και ο Ευελπίδης, απογοητευμένοι από την κατάσταση, που επικρατεί στην πόλη τους...

Τα ιδιαίτερα αρχαία θέατρα του ελλαδικού χώρου

Έχει τύχει να βρεθείτε σε έναν αρχαιολογικό χώρο και να αναρωτηθείτε τι συνέβαινε-τι γινόταν -πως χρησιμοποιούταν την εποχή της ακμής του; Φυσικά, με τις ανάλογες μελέτες οι ειδικοί μας απαντούν σε...

Βουτιά στη μυθολογία «ΗΡΑΚΛΗΣ: Δραματολογικές προσεγγίσεις», Α' Μέρος

Στο παρόν άρθρο θα βουτήξουμε στον μαγευτικό κόσμο της μυθολογίας όπου ο Ηρακλής θα είναι ο πρωταγωνιστής. Ο Ηρακλής μέσα από τα μάτια των τραγικών ποιητών ταξιδεύει στα αρχαία κείμενα, αφήνοντας μας...

To CineDoc στο Βόλο

Το Φεστιβάλ CineDoc, το οποίο από το 2009 προβάλλει ντοκιμαντέρ ποικίλου περιεχομένου με σκοπό την ενθάρρυνση του διαλόγου γύρω από σημαντικά κοινωνικά ζητήματα, πλέον εκτός από τις προβολές που...

© 2024 ΑΡΘΡΟ 13 (All Rights Reserved)

Υλοποιήθηκε από Webnode