του Νικολάου Χαροκόπου
Πριν από μερικές μέρες, ενώ βρισκόμουν σε μία κατάφυτη πλαγιά των υπωρειών της Ίδης, σε ένα από τα τελευταία σούρουπα του θέρους που μόλις μας πέρασε, προσπάθησα να κατέβω από ένα μονοπάτι, αλλά δεν κατάφερα να προχωρήσω πολύ, αφού μου φαινόταν μακρύ και δύσβατο, γεμάτο βάτα. Τότε, αυθόρμητα μου ήρθε κατά νου ο στίχος από το δεύτερο άσμα της Κόλασης του Δάντη: -«intrai per lo cammino alto e silvestro - μπήκα στον βαθύ και δασωτό δρόμο».
Η εικονοποιία μίας πραγματικά μεγάλης ποιητικής δημιουργίας, όπως είναι η Divina Commedia, η Θεία Κωμωδία του φλωρεντινού ποιητή Δάντη Αλιγκιέρι όντως δεν θα αφήσει ποτέ, πιστεύω, κάποιον που διάβασε και αγάπησε αυτό το έργο των 14000 στίχων, γραμμένο στις αρχές του 14ου αιώνα, -περίπου μεταξύ του 1308 και 1320- που αποτελεί τη σπουδαιότερη ποιητική δημιουργία της Δύσης και ταυτόχρονα ένα από τα μεγαλύτερα κατορθώματα της ποίησης παγκοσμίως.
Αποτελείται από τρία μέρη, τρία άσματα, όπως έχουν επικρατήσει να λέγονται στην ελληνική, το καθένα αποτελούμενο από τριάντα τρία τραγούδια (το πρώτο άσμα έχει ένα παραπάνω, ως προοίμιο), το κάθε τραγούδι από τρίστιχες στροφές και αυτές με τριπλές πλεχτές ρίμες. Το θέμα του είναι ένα μεταφυσικό ταξίδι του ποιητή, που βρίσκεται στο μεσοστράτι της ζωής του, προς το Επέκεινα: η κατάβαση στην Κόλαση αποτελεί το πρώτο άσμα, όπου, συνοδευόμενος από τον μεγάλό Ρωμαίο ποιητή Βιργίλιο, κατέρχεται τους εννέα κύκλους της Κόλασης, μέχρι το κέντρο της γης, όπου βρίσκεται ο Εωσφόρος στον παγωμένο Κοκκυτό. Ανάλογα με τα πράξεις τους, οι ψυχές κατατάσσονται στον καθένα από τους κύκλους: ξεκινώντας από τον πρώτο κύκλο της άνω Κόλασης, όπου βρίσκονται τα αβάπτιστα νήπια και οι χρηστοί ειδωλολάτρες, στη μέση Κόλαση, μέρος βασάνου -ανάμεσα σε άλλους- για τους αιρετικούς και τους βιαιοπραγήσαντες, μέχρι τον κατώτατο, ένατο κύκλο, με τους προδότες να βασανίζονται μέσα στον πάγο. Στη συνέχεια, στο δεύτερο άσμα, το Καθαρτήριο, ο ποιητής με τον συνοδό του, αυτή τη «magnanimo quell' ombra- σκιά της γενναιοδωρίας», δραπετεύει από την Κόλαση και ξεπροβάλλουν στο άλλο ημισφαίριο της γης, στο πανύψηλο βουνό του Καθαρτηρίου. Εκεί, οι ψυχές βασανίζονται για να εξιλεωθούν, κατατασσόμενες σε επτά άνδηρα-όσα και τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα. Στην κορυφή βρίσκεται ο επίγειος παράδεισος- Paradisso teresste. Ο Βιργίλιος, καθώς δεν είναι χριστιανός, δεν μπορεί να εισέλθει.
Τότε, τον Δάντη παραλαμβάνει η Βεατρίκη, η αιώνια αγαπημένη του ποιητή: μερικές φορές μόνο τη συνάντησε κατά τη νεότητά του, αλλά ήταν αρκετές για να παραμείνει ερωτευμένος μαζί της σε όλη την υπόλοιπη ζωή του∙ τώρα, που εκείνη έχει αφήσει τον κόσμο των λιγόζωων, την συναντά πάλι μέσα στην Εδέμ, μετουσίωση ενός άφθαρτου κάλλους και θεϊκής καλοσύνης, που θα είναι το φως ανάμεσα στην αλήθεια και τη διάνοια («che lume fia tra 'l vero e lo 'ntelletto»). Εκείνη, αφού του δίνει από το νερό της λήθης, τον οδηγεί στον Παράδεισο, που αποτελεί το τρίτο άσμα του έργου. Διέρχονται τη σφαίρα της φωτιάς που περιβάλλει τη γη και ανεβαίνουν μέσα από τους πέντε πλανήτες του πτολεμαϊκού γεωκεντρικού συστήματος, για να φτάσουν στον ανώτερο, έμπυρο ουρανό, στη θέαση και κατανόηση της Τριαδικής Θεότητας.
Είναι φυσικό ότι ένα έργο γραμμένο σε άλλη γλώσσα, από το οποίο μας χωρίζουν επτά αιώνες, φαίνεται σε πολλούς δυσπρόσιτο, διαπνεόμενο ίσως από έναν αφόρητο διδακτισμό και θρησκευτική αυστηρότητα. Αυτό δεν θα μπορούσε να ισχύσει στην περίπτωση της Θείας Κωμωδίας. Βέβαια, αποτελεί μία πλατεία εικόνα του μεσαιωνικού κόσμου και ως ποίημα έχει μία απαραγνώριστη διδακτική χροιά. Οι εικόνες των τριών ασμάτων, από τα έγκατα του Κοκκυτού μέχρι τη βαθειά και λαμπερή ουσία του έμπυρου Παραδείσου, μπορούν να ιδωθούν αλληγορικά. Αποτελούν μία αναφορά στην υπό διάλυση κοινωνία της εποχής του, που μαστίζεται από έλλειψη ικανών ηγεμόνων και τη διαφθορά της ανώτατης εκκλησιαστικής ηγεσίας, και στον επίπονο δρόμο που πρέπει να ακολουθήσει κανείς, όπως οι εξιλεούμενοι στο Καθαρτήριο, για να φτάσει σε μία ανανεωμένη γήινη κοινωνία, που χαρακτηρίζεται από δικαιοσύνη, τάξη και πνευματικό βίο.
Όμως, σε καμία περίπτωση να μη θεωρήσει κάποιος ότι το ποίημα εξαντλείται σε έναν ακραιφνή διδακτισμό ενός θρησκομανούς που θέλει να συνετίσει με φοβερές εικόνες μεταθανάτιας τιμωρίας. Κινητήριος δύναμη σε όλο το έργο είναι η αγάπη, αυτή που ωθεί τον ποιητή σε αυτό το παράτολμο ταξίδι, στην αναζήτηση της «αθάνατης αγαπημένης» και στην κατανόηση της ιδεατής αγάπης στο πρόσωπο του Θεού, της αγάπης που «move il sole e l'altre stelle - κινεί τον ήλιο και όλα τα άλλα άστρα».
Και εάν η αλληγορία συνδέει στερεά τον Δάντη με τη λογοτεχνική παράδοση του Μεσαίωνα, την ίδια στιγμή ο ποιητής απομακρύνεται σε ένα ουσιώδες σημείο από αυτή. Η Θεία Κωμωδία, παρόλο που λόγω της θεματολογίας της θα έπρεπε να είχε συντεθεί σε ένα υψηλό, εξεζητημένο ύφος, το λεγόμενο τραγικό σύμφωνα με την τότε λογοτεχνική θεωρία, έχει γραφτεί σε μία γλώσσα από το καθημερινό γλωσσικό ιδίωμα, το οποίο ο ποιητής επεξεργάστηκε και ανύψωσε, χαρίζοντας στους συμπατριώτες του για πρώτη φορά μια κοινή λαλιά, που αποτέλεσε έκτοτε τη βάση της εξέλιξης της ιταλικής.
Το έργο αυτού του «miglior fabbro del parlar materno- καλύτερου τεχνίτη της μητρικής γλώσσας» παραμένει μία δημιουργία πλήρης ποιητικού σφρίγους και δύναμης, γεμάτη από μία μεγάλη κλίμακα συναισθημάτων και υψηλών ιδεών που διατρέχουν όλη την ύπαρξή μας, ακριβώς όπως πριν από επτά αιώνες.