Σχέσεις Εκκλησίας και Κράτους στην Βυζαντινή πολιτεία των μέσων χρόνων από την περίοδο της εικονομαχίας (726) έως το οριστικό σχίσμα των εκκλησιών Ανατολής και Δύσης (1054), μέσω της ιστορικής θέασης των βυζαντινών πηγών (ΜΕΡΟΣ Α΄)

2021-01-26 05:20

του Βασίλη Παπαγεωργίου

 

Η ενσάρκωση του θείου λόγου δημιουργεί την πανανθρώπινη ταυτότητα της βυζαντινής οικουμένης

Όσο και αν ακουστεί οξύμωρο οι Βυζαντινοί ποτέ δεν ονόμασαν τους εαυτούς τους Βυζαντινούς, ούτε χρησιμοποίησαν τους όρους «Βυζάντιο», «Βυζαντινός» και τα παράγωγά του, διότι αποτέλεσαν «νεολογισμούς», οι οποίοι εισήχθησαν στα μέσα του 16ου αιώνα στη Γερμανία και κατά τον 17ο αιώνα στη Γαλλία, για να προσδιορίσουν στις μελέτες την μεσαιωνική ελληνική (ανατολική) / ρωμαϊκή αυτοκρατορία με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη ως συνέχεια της πάλαι ποτέ διαλαμψάσης ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (Imperium Romanum).1

Το Βυζάντιο είναι το Ανατολικό τμήμα (Pars Orientalis) της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας εξελληνισμένο, εκχριστιανισμένο και σταδιακά μόρφωμα μονοπολιτιστικό χάρη στην επικράτηση της ελληνοφωνίας σε ένα μπόλιασμα ρωμαϊκό με ισχυρές καταβολές ελληνιστικής παράδοσης και με την Χριστιανική Ορθοδοξία να εκφράζεται ελληνόφωνα (τα βιβλία της Κ.Δ. πλην του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου, η μετάφραση της Π.Δ. εκ των Εβδομήκοντα, τα έργα των σπουδαιότερων Πατέρων της εκκλησίας καθώς και τα πρακτικά των Οικουμενικών Συνόδων ήταν γραμμένα στα ελληνικά).2 Τα τρία κύρια στοιχεία τα οποία έμελλε να σφραγίσουν την εξέλιξη του κράτους μέσα στους χρόνους ήταν το ελληνικό, το ρωμαϊκό και το χριστιανικό. Το χριστιανικό στοιχείο το οποίο και θεμελιώνεται επί Κωνσταντίνου Α΄ (325), ο οποίος εγκαινίασε τις αγαθές σχέσεις Εκκλησίας και Κράτους και προεδρεύοντας στην πρώτη Οικουμενική Σύνοδο, η οποία και καθόρισε το δόγμα της Ανατολικής Χριστιανικής Εκκλησίας παράλληλα με το Διάταγμα του Μεδιολάνου, συνέβαλε στην θεμελίωση ενός θεοστήρικτου κράτους, μιας βασιλεύουσας που κατά τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο, «η και παντός του κόσμου υπερέχουσα». Η Κωνσταντίνεια θεωρία (μεταφορά κράτους από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη / Νέα Σιών / Νέα Ιερουσαλήμ) δημιουργεί την «Translatio Imperii», η οποία και ακτινοβολεί ανά τον τότε γνωστό κόσμο υπόδειγμα πρωτεύουσας μοντέρνου κράτους.3 Όλος ο χώρος και χρόνος, η ίδια η κοινωνία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας εκχριστιανίζεται δηλαδή συνδέεται με την θρησκεία και την πίστη, με την κοσμοθεωρία και την βιοθεωρία του βυζαντινού ανθρώπου και αντιστοίχως ανάγεται στην φιλοσοφική και θεολογική σφαίρα. Επίσης συνδέεται με την καθημερινή ζωή και τον σεβασμό στις επιταγές του χριστιανικού δόγματος όπως αυτό επαφίεται στα ιερά κείμενα (Βίβλος) και στις αποστολικές διαταγές.4

Για τους Βυζαντινούς όπως και για τους σημερινούς ορθόδοξους χριστιανούς η εκκλησία αποτελεί το σώμα του Χριστού που εντός αυτής δρα το Άγιον Πνεύμα δια της τριαδικότητας του Κυρίου και Σωτήρος  Ιησού Χριστού. Ο κόσμος των Αγγέλων είναι παρών σε αυτή και ενώνει «ζώντας και νεκρούς», τις ουράνιες στρατιές και όλη την δημιουργία. Επομένως άρχισε πριν από την υλική δημιουργία του κόσμου αλλά ορατώς ανήκει στην ιστορική αλήθεια. Φθάνει στο απόγειό της με την Ενσάρκωση του θείου Λόγου και ολοκληρώνεται ως κοσμοαντίληψη με την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος την Πεντηκοστή «δια πύρινων γλωσσών» στους μαθητές του Χριστού. Η εκκλησία αποτελεί έναν υπαρκτό θεσμό που χρειάζεται οργάνωση και πρόσωπα να ενεργούν στην διασφάλισή της. Δηλαδή πρέπει να υπάρχει μια ιεραρχία. Ας θυμηθούμε τα λόγια του Αποστόλου Παύλου: «Και ους μεν έθετο ο θεός εν τη εκκλησία πρώτον Αποστόλους, δεύτερον Προφήτας, τρίτον Διδασκάλους, έπειτα Δυνάμεις, είτα Χαρίσματα Ιαμάτων. Αντιλήψεις, Κυβερνήσεις, Γένη γλωσσών».5 Η νίκη του Σταυρού θέτει το τέλος των διωγμών ωστόσο το κυριότερο πρόβλημα που θα αντιμετωπίσει κάθε οργανωμένη εκκλησία είναι η σχέση της με το κράτος. Η λύση είναι μια κυβέρνηση Αγίων, μια θεοκρατία, είτε μια κυβέρνηση σαν των Αναβαπτιστών του Μύνστερ ή «plenitudo potestatis».

Ωστόσο, μια Χριστιανική Εκκλησία δεν πρέπει να ξεχνά τα λόγια του Χριστού που ξεχώριζαν τα «του Καίσαρος» από τα «του Θεού». Για τους πρώτους Χριστιανούς ως τον καιρό του Κωνσταντίνου η θέση τους ήταν σαφής έπρεπε να είναι καλοί πολίτες. Ο Πέτρος όμως είπε: «Υποταγήτε ουν παση ανθρωπίνη κτίσει δια τον Κυριον . είτε βασιλεί ως υπερέχοντι, ειτε ηγεμόσιν…» , «τον θεό φοβείσθε, τον βασιλέα τιμάτε».6 Η απέραντη Βυζαντινή Αυτοκρατορία αποτέλεσε μια επίγεια εικόνα του θεού. Μέχρι τον 3ο αιώνα η εκκλησία ως θεσμός ήταν ξένη προς το κράτος και πλέον έρχεται σε στενή συνάφεια μαζί του και για αυτό τον λόγο θα αναδειχθούν δύο είδη χριστιανικού βίου, οι κοσμικοί χριστιανοί και οι μοναχοί. Ο αιγυπτιακός ασκητισμός είναι η αφετηρία για τον μοναχικό βίο. Στα τέλη του 3ου αιώνα ο μοναχισμός αποτελεί συνέχεια του παλαιού ασκητισμού και φθάνει σε ένα απόγειο δύναμης που η εκκλησία δεν μπορεί να αγνοήσει.7 Η Σύνοδος της Χαλκηδόνας  και η νομοθεσία του Ιουστινιανού αποτελούν ορόσημα. Από τον 6ο αιώνα σε πολλές περιοχές της αυτοκρατορίας τα μοναστήρια αποτελούν μέρος του τόπου και κατά τον ίδιο τρόπο ο μοναχισμός γίνεται σημαντικός θεσμός της αυτοκρατορικής εκκλησίας.8

 

Ο «εν Χριστώ» βασιλεύς του Βυζαντίου, ως αντιπρόσωπος του θεού επί της γης

Ο βασικός νόμος της ρωμαϊκής αυτοκρατορία ήταν η «lex de imperie» με την οποία ο λαός μεταβίβαζε στον αυτοκράτορα την υποταγή του. Ο αντιπρόσωπος του λαού ο αυτοκράτορας ήταν «Pontifix Maximus», δηλαδή αυτός που διευθύνει τις θυσίες προς τους θεούς εν ονόματι του λαού. Όταν το κράτος έγινε η Χριστιανική Οικουμένη εξακολουθούσε να είναι «ο Pontifix Maximus». Επίσης. ήταν υποχρεωμένος να νομοθετεί ως πηγή του δικαίου με βάση τις χριστιανικές αρχές. Παράλληλα η Εκκλησία είχε την δική της πειθαρχία και ιεραρχία, οι οποίες συνέτειναν τα μέγιστα για την αρμονική της λειτουργία. Περί δογμάτων αρμόδια ήταν η εκάστοτε Οικουμενική Σύνοδος που αντιπροσώπευε τους πιστούς όλης της οικουμένης και οι αποφάσεις λαμβάνονταν με θεία έμπνευση. Μέσα σε αυτό το κλίμα ο χριστιανός αυτοκράτορας ήταν ο εντολοδόχος της οικουμένης ενώπιον του Θεού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Μέγας Κωνσταντίνος, ο οποίος κινήθηκε εναντίον του Δονατισμού και του Αρειανού. Ακόμα πρότεινε το «ομοούσιον και φρόντισε να επιβάλλει τις αποφάσεις της συνόδου.9

Ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου αποτελεί ένα σημαίνον κρατικό πρόσωπο με απόλυτη εξουσία κύρους και μεγαλοπρέπειας. Στο πρόσωπό του συγκεντρώνει πολλές εξουσίες αφού σύμφωνα με την ρωμαϊκή παράδοση η οποία και συγκεντρώθηκε στο Βυζάντιο θέτει τον αυτοκράτορα υπεράνω των νόμων, είναι, όπως έλεγαν κατά τον 6ο αιώνα, «solutus legibus».10

Είναι κληρονόμος των Ρωμαίων Καισάρων, είναι «imperator», δηλαδή ταυτόχρονα πολέμαρχος και νομοθέτης. Το αξίωμα του αυτοκράτορα απονέμεται σε αυτόν ο οποίος κατέχει την απόλυτη ισχύ και την αλάνθαστη εξουσία. Ο βυζαντινός αυτοκράτορας είναι εφάμιλλος και διάδοχος του Μεγάλου Βασιλιά, δηλαδή λειτουργεί εις τύπον του Χριστού στο οποίο χριστιανικό δόγμα θεμελιώνεται το πρότυπο ζωής των βυζαντινών. Σύμφωνα με την εικόνα των αρχηγών των ανατολικών μοναρχιών από τους οποίους και δανείσθηκε το ένδυμα και το διάδημα με το οποίο περιέβαλλε το κεφάλι του, δυνητικά θα μπορούσε να υπερβεί την ανθρωπότητα. Τα μεγαλύτερα άλλωστε πρόσωπα της μοναρχίας πλησιάζουν τον παντοδύναμο κύριο και το πρωτόκολλο ορίζει προσκύνηση αυτών ως πράξη λατρείας. Στον Βυζαντινό αυτοκράτορα υπάρχει μια ιδιάζουσα διαφορά εν σχέση με τα λοιπά μοναρχικά καθεστώτα, διότι ο βυζαντινός αυτοκράτορας είναι ο εκλεκτός του θεού, ο οποίος έχει χριστεί από τον Κύριο, ως ο τοποτηρητής του Θεού επί της γης, ο υπαρχηγός του, που ηγείται τον στρατευμάτων και με όρους θεολογικής-δογματικής ο «ισαπόστολος», ο ισάξιος των αποστόλων ηγεμόνας.

Ο Θεός των Χριστιανών για τον Βυζαντινό μονάρχη αποτελεί πρότυπο εξουσίας-διακονίας και συνάμα ο Θεός εμπνέει τον βασιλιά σε διάφορες περιστάσεις διακυβέρνησής του, ενώ πολλαπλασιάζει τις χάρες και τα θαύματα για χάρη του. Ας σταθούμε σε μια φράση του Ιουστινιανού η οποία και περικλείει το πρότυπο της Βυζαντινής απόλυτης μοναρχίας: «Δεν έχουμε εμπιστοσύνη ούτε στους στρατιώτες, ούτε στην ίδια μας την ιδιοφυία, αλλά στηρίζουμε όλες τις ελπίδες μας στην πρόνοια της Αγίας Τριάδας». Τα μεγαλεπήβολα σχέδια του εκάστοτε βασιλέα των βυζαντινών πηγάζουν από μια υπέρτατη δύναμη πολιτικής εξουσίας την οποία περικλείει η εκκλησία και ο ίδιος ο Θεός που καθοσιώνουν και στολίζουν με ασύγκριτο κύρος. Ο αυτοκράτορας παρουσιάζεται «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν», του Θεού. Συγκεκριμένα, τον βρίσκουμε σε μια πομπώδη μεγαλοπρέπεια ντυμένο στα χρυσά και πορφυρά να εμφανίζεται στον θρόνο ως ο άλλος μεγάλος Βασιλιάς και Μεσσίας που κυβερνά τα επίγεια, ως ιερή εικόνα, ως θεό. Τρόπον τινά ό,τι αγγίζει τον αυτοκράτορα είναι «ιερό» εφόσον η τέχνη τον παρουσιάζει με φωτοστέφανα στη κεφαλή του όπως τα θεία και άγια πρόσωπα της εκκλησίας. Η εξουσία του βυζαντινού αυτοκράτορα ως ο εκλεκτός βασιλεύς εν Χριστώ πηγάζει εκ της τρισηλίου θεότητας.

Το τριαδολογικό δόγμα αποτελεί μια επιταγή πάνω στην οποία στηρίζεται η εικόνα του απόλυτου βυζαντινού μονάρχη. Σύμφωνα με τα λόγια των ορθοδόξων πατέρων η «υπερούσιος ουσία» φωτίζει και καθοδηγεί το έργο του αυτοκράτορα και ο ίδιος καθαγιάζεται πανηγυρικά στον ιερό άμβωνα της Αγίας Σοφίας από τον Πατριάρχη, επενδυμένος μια θεία παράδοση εξαιτίας του ιερού χρίσματος, βασιλεύει με την χάρη του Θεού και θριαμβεύει με την υποστήριξη του Χριστιανισμού. Συνεχώς έρχεται σε επαφή με διαφορετικές βαθμίδες του ιερού κλήρου, ενώ είναι και ο ίδιος ιερέας. Επίσης, είναι ο μοναδικός στον οποίο επιτρέπεται να διασχίσει το ιερό κιγκλίδωμα του εικονοστασίου. Κυβερνά την εκκλησία, όπως και το κράτος. Καθορίζει τους προς εκλογή τοπικούς επισκόπους, τους παραδίδει την εξουσία και την αναιρεί όταν θεωρήσει ότι δεν συμμορφώνονται στα κελεύσματά του. Ακόμα με πρωτοβουλία του συγκαλεί συνόδους για θρησκευτικά ζητήματα, ενώ όσοι θα επαναστατήσουν στις βούληση του γίνονται εχθροί του ίδιου του Θεού. Λαμβάνει νομικά ερείσματα για την εκκλησιαστική τάξη και διαμορφώνει δογματικές θέσεις. Στο πρόσωπο του εκάστοτε βυζαντινού αυτοκράτορα, συνυπάρχει ο σοφός και ο διαπρεπής θεολόγος, που από τον άμβωνα της Αγίας Σοφίας είναι ο δεινός ιεροκήρυκας της Τρισηλίου Θεότητας που με κάθε τρόπο υπερασπίζεται την ορθή διδασκαλία του Κυρίου και υπεραμύνεται εναντίον των εθνικών και αιρετικών.

Ενώπιον του αυτοκράτορα σκύβουν και υπακούν μεγάλες μορφές της παπικής εκκλησίας, ενώ μπορεί να καθαιρέσει τους πατριάρχες σύμφωνα με την βούλησή του. Μάλιστα κατά τον 6ο αιώνα ο Πατριάρχης Μηνάς διατρανώνει την εξής τοποθέτηση: «τίποτα δεν πρέπει να γίνει στους κόλπους της Πανάγιας Εκκλησίας ενάντια στη γνώμη που την πρόσταξε ο αυτοκράτορας». Ένας ιεράρχης του 12ου αιώνα αναφέρει ότι ο αυτοκράτορας είναι ο υπέρτατος Κύριος των θρησκευτικών πεποιθήσεων, ενώ ο Πάπας Γρηγόριος ο Μέγας αναγνωρίζει την δύναμη εξουσίας και κυριαρχίας στους στρατιώτες και στους ιερείς που έδωσε ο Θεός στον αυτοκράτορα.11

Όπως αναφέραμε και στις εισαγωγικές αράδες η εκκλησία και το κράτος αποτελούν δύο πόλους της απέραντης αυτοκρατορίας. Επομένως σε ένα χριστιανικό κράτος απέναντι από την δεσποτική και ιερή απολυταρχία του αυτοκράτορα βρίσκεται η Εκκλησία που όσο και αν ήταν υποταγμένη στα θελήματά του αποπειράθηκε τον 9ο αιώνα να υπερασπιστεί την ελευθερία της και για λίγο θα προκαλούσε στο κράτος μια άλλη διαμάχη «της περιβολής». Ωστόσο δεν διαχειριζόταν μόνο ο αυτοκράτορας τα της εκκλησίας, αλλά και εκείνη του επέβαλλε όρκους, σύμφωνα με τους οποίους θα σεβόταν τα κελεύσματα της χριστιανικής διδασκαλίας και θα υπερασπιζόταν μέχρι κεραίας τις αποφάσεις των οικουμενικών συνόδων και σε κάθε περίπτωση θα έπρεπε να σεβαστεί τα εκκλησιαστικά προνόμια, ειδάλλως η εκκλησία μπορούσε να κινηθεί εναντίον του με  φοβερό όπλο της, τον αφορισμό. Επιπρόσθετα η εκκλησία ως θεσμός κρατικός σε ένα απολυταρχικό καθεστώς και συνάμα χριστιανικό αποτελούσε κυριότητα του αυτοκράτορα.12

Σύμφωνα με το επίσημο τυπικό ο πατριάρχης εκλεγόταν με θέσπισμα της Ιεράς Συνόδου και με την ψήφο του αυτοκράτορα. Στην ενθρόνισή του έδιναν το παρόν κρατικοί και εκκλησιαστικοί αξιωματούχοι. Ως το 1204 τόπος στέψης του πατριάρχη ήταν το παλάτι της Μαγναύρας, όπου ο αυτοκράτορας ανακοίνωνε το ψήφισμα με την εξής φράση: «Η Θεία χάρις και η μεγαλειότης μας που απορρέει από αυτήν, υψώνουν τον ευσεβέστατον (όνομα) εις Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως». Ενώ μετά το 1261 η διαδικασία γινόταν στο Τρικλίνιο του παλατιού των Βλαχερνών λέγοντας ο αυτοκράτορας: «Η Αγία Τριάς διά της παρ’ αυτής δοθείσης ημιν βασιλείας προβάλλεται σε αρχιεπίσκοπον Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης και Οικουμενικόν Πατριάρχην». Ακολούθως ο αυτοκράτορας έδινε στον Πατριάρχη τον Σταυρό, το πορφυρό ράσο και τον επιστήθιο Σταυρό με τα ιερά λείψανα. Μετά την ενθρόνιση ο πατριάρχης έφιππος εν πομπή διάσχιζε τους δρόμους της Κωνσταντινούπολης και κατέληγε στην Αγία Σοφία όπου γινόταν η «η καθιέρωση» από τον μητροπολίτη Ηρακλείας σε ανάμνηση της εποχής που το Βυζάντιο ήταν επισκοπική έδρα της Μητροπόλεως της Ηράκλειας.13

Στην αυτοκρατορική στέψη παρών ήταν ο πατριάρχης ο οποίος έδινε ένα είδος χειροτονίας δηλαδή χαρισματικής δύναμης στον αυτοκράτορα. Ο αυτοκράτορας έχει διττό ρόλο είναι ο αντιπρόσωπος του Θεού επί της γης και αντιπρόσωπος του λαού ενώπιον του Θεού, δηλαδή σαν να αποτελούσε το επίγειο σύμβολο του Θεού και της Θείας ενσαρκώσεως. Σε υμνογραφικό κείμενο της παραμονής των Χριστουγέννων αναπέμπεται δέηση προς τον Θεό «ινα κινηθώσιν παρ’ αυτού άπαντα τα έθνη της οικουμένης και προσφέρωσιν εις την Μεγαλειότητα αυτού την υποταγήν αυτών, όπως οι Μάγοι προσφέρωσιν τα δώρα τους εις τον Χριστόν». Οι υμνογραφικές αναφορές της Πεντηκοστής αναφέρουν ότι: «το Άγιον Πνεύμα θα κατέβει υπό μορφήν πυρίνων γλωσσών πάνω από το κεφάλι του αυτοκράτορα». Άλλωστε η μεταστροφή του Κωνσταντίνου Α΄ στον χριστιανισμό είναι έργο της Θείας Πρόνοιας. Παράλληλα, ο αυτοκράτορας να επισημάνουμε δεν ήταν ανώτερος του Θεού αλλά τον προσκυνούσε «εν ονόματι της Χριστιανικής κοσμοπολιτείας».

Η αγιότητα ως πρότυπο ζωής των βυζαντινών και κεκτημένο αγαθό του αυτοκράτορα δεν μπορούσε να τον περισώσει από την ύβρη που θα διέπραττε. Ήταν ένα σύμβολο η εξουσία του αλλά όπως απέδειξε η ιστορία όχι και ένα πρόσωπο που το σέβονταν πάντοτε. Ο Ιουστινιανός καθόρισε ότι: «η ιεροσύνη και το imperium είναι τα μεγαλύτερα δώρα τα οποία ο άνθρωπος είχε λάβει εκ τού θεού … η ιεροσύνη ασχολείται περί των θείων πραγμάτων, το δε imperium προίσταται των θνητών… Αλλά και τα δύο προέρχονται εκ της αυτής αρχής». Ο Ιωάννης Χρυσόστομος είπε ότι: «η περιοχή της βασιλικής εξουσίας είναι ένα πράγμα ωρισμένον η δε περιοχή της ιερατικής εξουσίας εν άλλο, είναι δε η δευτέρα επικρατεστέρα της πρώτης». Ένας άλλος πατέρας ο Ιωάννης Δαμασκηνός αναφέρει: «δεν είναι έργον του αυτοκράτορος να θεσπίζει νόμους διά την Εκκλησία και δεν δύναμαι να πεισθώ  ότι η εκκλησία κυβερνάται δι’ αυτοκρατορικών διαταγμάτων».14

Επίσης, ο αυτοκράτορας είχε την δυνατότητα να θεολογήσει στις Οικουμενικές Συνόδους και να θέσει σε εφαρμογή τις δογματικές αποφάσεις δεδομένου ότι η εκκλησία είναι σώμα ενοποιημένο δογματικά και το δόγμα αυτό ήταν εγγυημένο από το κράτος ,άρα είναι απόλυτα λογικό ο αρχηγός του κράτους να είναι και αρχηγός της εκκλησίας.15 Ο ρόλος του αυτοκράτορα στην εκκλησία έχει διττή σημασία. Αφενός η ρωμαϊκή παράδοση δεν περιορίζει την αυτοκρατορική ισχύ σε μια πολιτική σφαίρα διακριτή από την θρησκευτική, αφετέρου η Εκκλησία δέχεται τις παρεμβάσεις του αυτοκράτορα στην εσωτερική ζωή της. Ο αυτοκρατορικός νόμος επιτρέπει στις εκκλησίες να έχουν περιουσιακά στοιχεία, να συλλέγουν δωρεές ή κληροδοτήματα και αυτός ορίζει τον τρόπο που θα χρησιμοποιηθούν. Άλλωστε, με τις οικονομικές προσφορές του ο ίδιος ο αυτοκράτορας ενίοτε συνέβαλλε στη διαμόρφωση της εκκλησιαστικής περιουσίας. Η αυτοκρατορική νομοθεσία κάνει ειδική μνεία για την ιεραρχία και συγκεκριμένα διαμορφώνει ένα ειδικό καθεστώς για τον κλήρο και επί Ιουστινιανού συντάσσονται διάφοροι νόμοι για την μοναστική ζωή. Οι αποφάσεις για τον κλήρο λαμβάνονταν μέσω των επισκόπων, των συνόδων και του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ή του πάπα, ενώ οι αποφάσεις των δικαστηρίων εκτελούνται μέσω της αυτοκρατορικής εξουσίας.

Όσον αφορά τους διορισμούς ιεραρχών σε επισκοπικές έδρες οι παρεμβάσεις του αυτοκράτορα είναι ελάχιστες με εξαίρεση μεγάλες έδρες και κυρίως εκείνη της Κωνσταντινούπολης. Η εκκλησία παρέχει στον αυτοκράτορα το δικαίωμα να τροποποιεί τον εκκλησιαστικό χάρτη όταν προβαίνει σε ανασχηματισμό της διοίκησης ή απονέμει την επισκοπική έδρα της επί τιμή μητροπόλεως. Επίσης ο αυτοκράτορας παρεμβαίνει στην τέλεση της λειτουργίας και στη διαμόρφωση του εορτολογίου. Ο ρόλος του τού επιτρέπει να επιβάλλει την ορθοδοξία, να καταπολεμά τις αιρέσεις, να διαιτητεύει μεταξύ των αντίθετων τάσεων στις συνόδους και να επικυρώνει αποφάσεις της εκκλησίας. Ακόμη με ειδική νομοθεσία μπορεί να διαμορφώσει δογματικές αποφάσεις, ήτοι το «Ενωτικόν του Ζήνωνος» καθώς και τα δογματικά διατάγματα του Ιουστινιανού και Ηρακλείου. Τέλος, την ενότητα της εκκλησίας, ως σώματος Χριστού, την εξασφαλίζουν τρείς βασικοί παράγοντες απαραίτητοι μέσα στην πολυμορφία του κράτους: οι μεγάλες οικουμενικές / αυτοκρατορικές σύνοδοι, η αυτοκρατορική νομοθεσία και το Κανονικό Δίκαιο.16

H εκκλησία είναι αυτή που στηρίζει την πίστη της στο αποστολικό έργο και υπερασπίζεται τον αυτοκράτορα στις προσπάθειές του εναντίον των αιρετικών και εκείνων που αποσχίσθηκαν, «σχισματικών», από την Καθολική Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης, δηλαδή από την οικουμενική.  Όσοι ήταν εναντίον στα ειωθότα της αυτοκρατορίας έβρισκαν κλειστή την πόρτα του πατριάρχη και του αυτοκράτορα. Άλλωστε δεν είναι λίγες οι φορές που το επίσημο Βυζάντιο διεξήγαγε πολέμους εναντίον λαών που το ίδιο εκχριστιάνισε, δηλαδή λαών ομόδοξων, και το έκανε χάριν του κρατικού κέρδους. Βέβαια πάντα η εκκλησία στήριζε την επεκτατική πολιτική του κράτους, όπως θα αναφέρουμε παρακάτω και έσπευσε να εκχριστιανίσει βαλκανικούς λαούς, λαούς του Ευξείνου Πόντου ακόμα και της κεντρικής Ευρώπης.17

 


[1] Βλ. Σαββίδης – Hendrickx (2003) 37.

[2] Βλ. Γλύκατζη-Αρβελέρ (2016) 14.

[3] Βλ. Γλύκατζη-Αρβελέρ (2016) 20-21.

[4] Βλ. Σαββίδης – Hendrickx (2003) 46.

[5] Βλ. Runciman (2000) 115-116.

[6] Βλ. Runciman (2000) 171.

[7] Βλ. Morrisson (2008) 306.

[8] Βλ. Morrisson (2008) 340.

[9] Βλ. Runciman (2000) 172-173.

[10] Βλ. Κουκουσάς (2010) 141.

[11] Βλ. Diehl (2002) 139-142.

[12] Βλ. Diehl (2002) 143.

[13] Βλ. Runciman (2000) 127-128.

[14] Βλ. Runciman (2000) 176-177.

[15] Βλ. Runciman (2000) 174.

[16] Βλ. Rice (2004) 76-84.

[17] Βλ. Γλύκατζη-Αρβελέρ (2018) 52.

 

Επαφή

arthro 13

13arthro@gmail.com

Αναζήτηση στο site

Αφιερώματα

Άρθρο 13: Διεπιστημονική Εφημερίδα Εκκλησιαστικού Δικαίου

Article 13...     THE CONSTITUTION OF GREECE In the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity   Article 13 1. Freedom of religious conscience is...

Αφιέρωμα για τα 6 χρόνια λειτουργίας

  EDITORIAL   "Πριν από δύο χρόνια καλοί φίλοι και συμφοιτητές νιώσαμε την ανάγκη να δημιουργήσουμε ένα χώρο που θα φιλοξενεί το αντικείμενο που αγαπήσαμε, ένα χώρο προσβάσιμο σε...

Αφιέρωμα στον Άγιο Νεκτάριο

της Ολυμπίας-Μαρίας Ποντίκη,  Νομικού, ΜΦ Τμήματος Κοινωνικής Θεολογίας και Θρησκειολογίας ΕΚΠΑ    Ο Άγιος Νεκτάριος είναι  Ένας  μάρτυρας. Η ζωή όλων των χριστιανών...

Από την Παρουσίαση του Τόμου Πρακτικών Ζ’ Διεθνούς Συνεδρίου της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος

της Ελένης Παλιούρα     *Οι εκδόσεις «ΑΡΧΟΝΤΑΡΙΚΙ» διοργάνωσαν την Τετάρτη 22 Ιουλίου στις 9 το βράδυ, τη διαδικτυακή παρουσίαση του Τόμου των Πρακτικών του Ζ´ Διεθνούς Συνεδρίου...

Εθνική ταυτότητα και ανθρώπινα δικαιώματα: Το διαχρονικό μήνυμα του Αγίου Κοσμά

του Κωνσταντίνου Χολέβα, Πολιτικού Επιστήμονα {Πηγή: HUFFPOST} Στις 24 Αυγούστου 1779, στο Κολικόντασι της τουρκοκρατούμενης τότε Βορείου Ηπείρου, απαγχονίσθηκε με εντολή του Κουρτ Πασά ο Άγιος...

Θρησκευτική ουδετερότητα - Προοίμιο του ελληνικού Συντάγματος

του Ιωάννη Καστανά τα άρθρα που ακολουθούν αναδημοσιεύονται από: ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ Το άρθρο 3 του Συντάγματος εμποδίζει το ελληνικό Κράτος να είναι ουδετερόθρησκο; Αυτές τις ημέρες στην Ελλάδα κορυφώνεται η...

Νέα Γένεση: Ανάσταση στον κήπο στο μέσο της Γης

του Δημητρίου Αλεξόπουλου, υποψήφιου διδάκτορα της Θεολογικής Σχολής του Εθνικού και  Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών   «Μία ὑπῆρχεν, ἡ ἐν τῷ ᾍδῃ ἀχώριστος, καὶ ἐν τάφῳ, καὶ ἐν τῇ...

© 2024 ΑΡΘΡΟ 13 (All Rights Reserved)

Υλοποιήθηκε από Webnode