2018-09-26 22:02
της Χρυσαφίδη Σταυρούλας-Αλεξίας
ΕΔΔΑ Μ. Κοκκινάκης κατά Ελλάδος (25 Μαΐου 1993).1
Ένας Έλληνας πολίτης, ο κ. Μίνως Κοκκινάκης, τέκνο ορθόδοξης οικογένειας, αλλά Μάρτυρας του Ιεχωβά (από το 1936), συλλαμβάνεται περισσότερες από εξήντα φορές, για προσηλυτισμό, μέσα προς τέλη της δεκαετίας του 90΄. Προηγουμένως, είχε εκτοπισθεί από τις διοικητικές αρχές της χώρας για τις δραστηριότητές του, σε θέματα θρησκευτικά και είχε φυλακισθεί από τα ελληνικά δικαστήρια για πράξεις προσηλυτισμού (ως αντιρρησίας συνείδησης καθώς και για πραγματοποίηση θρησκευτικής συνάθροισης σε ιδιωτική οικία), για πολλούς μήνες. Το περιστατικό που τον ώθησε να στραφεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας, με αποτέλεσμα να ασχοληθεί μαζί του το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ήταν η κατηγορία του για προσηλυτισμό, όταν εκείνος και η σύζυγός του επισκέφθηκαν την οικία της κ. Κυριακάκη, στη Σητεία της Κρήτης, και ενεπλάκησαν σε συζητήσεις μαζί της, με αποτέλεσμα η τελευταία να καλέσει την αστυνομία και να ασκηθεί και στους δύο δίωξη, στο Πλημμελειοδικείο Λασιθίου2.
Το εν λόγω Δικαστήριο αποφάσισε πως ο ν.1363/383, που αφορούσε την ποινικοποίηση του προσηλυτισμού, δεν έρχεται σε αντίθεση με το Σύνταγμα, όπως ισχυρίσθηκε ο Κοκκινάκης, ενώ, στην αιτιολογία του, το δικαστήριο, χαρακτήρισε τους Ιεχωβάδες αίρεση4 και εξέθεσε ότι ο Κοκκινάκης προσπαθούσε να κλονίσει την ορθόδοξη πίστη της Κυριακάκη, επωφελούμενος της απειρίας, της αφέλειας και του χαμηλού διανοητικού της επιπέδου. Έτσι, καταδικάστηκαν αμφότεροι (:ο Κοκκινάκης και η σύζυγός του) και κατασχέθηκαν και καταστράφηκαν τέσσερα βιβλία τους (βάσει 76 ΠΚ). Όμως, ο Κοκκινάκης συνέχισε με έφεση, κατά την εξέταση της οποίας, το Εφετείο, με παρόμοια αιτιολογία με το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ελάττωσε την ποινή του Κοκκινάκη, αλλά απάλλαξε αυτής τη σύζυγό του. (Υπήρξε, ωστόσο, και μειοψηφία, με το σκεπτικό ότι και ο ίδιος ο Κοκκινάκης πρέπει να αθωωθεί, γιατί η Κυριακάκη, ως σύζυγος ψάλτου, δεν ήταν άπειρη και πάντως όχι χαμηλού διανοητικού επιπέδου)5. Η υπόθεση έφτασε, το 1988, στον Άρειο Πάγο, ενώπιον του οποίου ο Κοκκινάκης άσκησε αναίρεση, επικαλούμενος ότι οι διατάξεις του νόμου 1363/38 αντιβαίνουν στο άρθρο 13 του Συντάγματος6, το οποίο κατοχυρώνει το δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας. Ο Άρειος Πάγος απέρριψε την αναίρεσή του (και, επομένως, και το επιχείρημα αντισυνταγματικότητας του νόμου), εκθέτοντας πως το άρθρο 1 του Συντάγματος του 1911 (κατά τη διάρκεια της ισχύος του οποίου θεσμοθετήθηκε ο εν λόγω νόμος), απαγορεύει τον προσηλυτισμό και κάθε επέμβαση στην επικρατούσα θρησκεία, ενώ είναι σε πλήρη αρμονία και με το Σύνταγμα του 1975, το οποίο με το άρθρο 37 του, απαγορεύει τον προσηλυτισμό, γενικώς και αδιαφόρως προς ποια θρησκεία αυτός στρέφεται. (Υπήρξε, όμως, και εδώ, μειοψηφία, η οποία υποστήριξε ότι το δικαστήριο θα έπρεπε να ακυρώσει την απόφαση του Εφετείου, λόγω κακής εφαρμογής του εδαφίου 4 του ν.1363/38, αφού δεν έγινε μνεία των υποσχέσεων, δια των οποίων ο κατηγορούμενος επενέβη στη θρησκευτική πεποίθηση της Κυριακάκη και το δικαστήριο δεν έδωσε στοιχεία για την απειρία και το χαμηλό πνευματικό της επίπεδο). Μετά από αυτά, ο Κοκκινάκης προσέφυγε, τελικώς, στο ΕΔΔΑ, στηριζόμενος στη Σύμβαση για την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ), υποστηρίζοντας ότι η καταδίκη του παραβίαζε τα άρθρα 7,9 και 10 της συγκεκριμένης Σύμβασης8, και πάντως και το άρθρο 149 σε συνδυασμό με το άρθρο 9. (ο Κοκκινάκης βασιζόταν, ακόμα, και στο άρθρο 5π.1 και 6π1&2 της Σύμβασης).
Το Ευρωπαϊκό δικαστήριο, αναφορικά με την παραβίαση του άρθρου 9, που αφορά την ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας, δέχθηκε ότι όντως υπήρξε. Ο Κοκκινάκης τόνισε ότι η θρησκευτική ελευθερία, η οποία προστατεύεται στη Σύμβαση, αποτελεί μέρος του Ελληνικού Δικαίου και υπερισχύει κάθε αντίθετου νόμου, ενώ υποστήριξε πως υπάρχει δυσκολία στη χάραξη μιας διαχωριστικής γραμμής, μεταξύ προσηλυτισμού και ελευθερίας, όσον αφορά την αλλαγή θρησκείας. Η ελληνική κυβέρνηση, με τη σειρά της, εξέθεσε ότι υπάρχει ελευθερία για άσκηση όλων των θρησκειών, στην Ελλάδα, και ότι ο αθέμιτος προσηλυτισμός επικεντρώνεται σε παραπλανητικούς, αναξιόπιστους και ανήθικους τρόπους. Το δε άρθρο 4 του ελληνικού νόμου (: 1363/38) απαγορεύει αυτού του είδους τον προσηλυτισμό και αυτό φαίνεται και από την εφαρμογή του νόμου από την Ελλάδα, κατ΄αναλογία με τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (: Kjeldsen, Busk Madsen και Redersen κατά Δανίας). Για να καταστεί, όμως, φανερό το γιατί το άρθρο 9 της Σύμβασης παραβιάσθηκε, πρέπει να δειχθεί, το αν η επιβληθείσα ποινή, από τα ελληνικά δικαστήρια, στην άσκηση του δικαιώματος του Κοκκινάκη, για ελεύθερη εκδήλωση των θρησκευτικών του πεποιθήσεων: α) προβλέπεται από τον νόμο, β) προστατεύει τους νόμιμους σκοπούς που τίθενται, από την παράγραφο 2 του άρθρου 9 της Σύμβασης και γ) είναι αναγκαία για μια δημοκρατική κοινωνία, για επίτευξη του σκοπού του νόμου. Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά, από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, ήταν, διαδοχικά, η εξής: α) οι διατάξεις του νόμου περί προσηλυτισμού εμπίπτουν στην κατηγορία των νόμων, των οποίων η λεκτική διατύπωση δεν είναι ακριβής. Η ερμηνεία και η εφαρμογή τους επαφίεται, στην πρακτική και, εν προκειμένω, υπήρχε εθνική νομολογία, ενώ τα ελληνικά δικαστήρια έχουν ήδη αποφασίσει θετικά για τη συνταγματικότητα του νόμου 1363/38. β) από τα περιστατικά της υπόθεσης και τους όρους των αποφάσεων των αρμοδίων δικαστηρίων διαφαίνεται, ότι το μέτρο είχε όντως ληφθεί για την επίτευξη νόμιμου σκοπού και, τέλος, γ) σύμφωνα με το Δικαστήριο, πρέπει να γίνει διάκριση, μεταξύ χριστιανικής μαρτυρίας (: διάκριση που αναφέρεται και στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών) και αθεμίτου προσηλυτισμού, ο οποίος αποτελεί φθορά και παραμόρφωση (ο οποίος, άλλωστε, μπορεί να περιλαμβάνει και τη χρήση βίας και «πλύσης εγκεφάλου»)10. Ωστόσο, το αιτιολογικό των Ελληνικών Δικαστηρίων δεν ορίζει επαρκώς με ποιόν τρόπο ο κατηγορούμενος έπεισε με αθέμιτα μέσα και, άρα, η καταδίκη του αιτούντος δεν αποδεικνύεται ότι ήταν δικαιολογημένη, από τις περιστάσεις, ως μία πιεστική κοινωνική ανάγκη (καθότι, το μέτρο δεν ήταν ανάλογο προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και όχι αναγκαίο, σε μία δημοκρατική κοινωνία). Σχετικά με την παραβίαση του άρθρου 7 της Σύμβασης, το δικαστήριο τόνισε, ότι μόνο ο νόμος μπορεί να ορίσει ένα έγκλημα και να προσδιορίσει μια ποινή (: nullum crimen, nulla poena sine lege). Το Ποινικό Δίκαιο δεν πρέπει να ερμηνεύεται, κατά τρόπο διασταλτικό, το έγκλημα, όμως, πρέπει να είναι σαφώς καθορισμένο στο νόμο, και το άρθρο 7 δεν παραβιάσθηκε, καθότι η συνθήκη αυτή ικανοποιείται όταν το άτομο μπορεί να γνωρίζει από την διατύπωση της σχετικής διατάξεως και αν χρειάζεται με την βοήθεια της ερμηνείας που της δίνουν τα δικαστήρια, ποιές πράξεις και παραλείψεις τον καθιστούν υπεύθυνο11. Τέλος, σχετικά με την παραβίαση του άρθρου 10 της Σύμβασης (: ήτοι, της ελευθερίας της έκφρασης), το δικαστήριο αποφάσισε πως, δεδομένης της εξέτασης του άρθρου 9, δε χρειάζεται να εξετασθεί αυτή η καταγγελία, για την οποία ο αιτών ισχυρίσθηκε ότι η καταδίκη του θα έπληττε όχι μόνον τις θρησκευτικές αλλά και τις γενικότερες κοινωνικοφιλοσοφικές αντιλήψεις (: ο Κοκκινάκης είχε μιλήσει, ανάμεσα σε άλλα, στην Κυριακάκη, σχετικά με τον πολιτικό Ολαφ Πάλμε). Το Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε, επίσης, με την περίπτωση παραβίασης του άρθρου 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 9.
Στον Κοκκινάκη, κατ’ αποτέλεσμα, επιδικάστηκε ποσό για ηθική του βλάβη, αλλά η Ελληνική κυβέρνηση κλήθηκε να πληρώσει δικαστικά έξοδα και δαπάνες12, με ένα ποσό που κρίθηκε, από αυτήν, υπερβολικό.
Θα ακολουθήσει μία σύντομη αναφορά γνωμών, οι οποίες προσαρτώνται, στην απόφαση του ΕΔΔΑ που εξετάσαμε:
De Meyer:
Ο προσηλυτισμός είναι ένας νόμιμος τρόπος διακήρυξης θρησκείας και εντελώς νόμιμος καθ΄εαυτού13. Ο Κοκκινάκης καταδικάσθηκε χωρίς να επιδείξει καμία ανάρμοστη συμπεριφορά.
Δικαστής Βαλτικός:
Δεν θεωρεί με κανέναν τρόπο ότι υπήρξε παραβίαση της Σύμβασης και εκθέτει την άποψή του, σε συνάρτηση με το άρθρο 9 και την εκτίμηση των περιστατικών της υπόθεσης Κοκκινάκη. Τονίζει ότι η θρησκευτική ελευθερία κάποιου προσώπου τελειώνει εκεί όπου αρχίζει η ελευθερία ενός άλλου. Ο προσηλυτισμός είναι προπαγάνδα14. Το αρ.9 δεν δίνει το δικαίωμα επίθεσης στη θρησκεία άλλων, ο δε όρος «διδασκαλία» του άρθρου αναφέρεται σε ύλη σχολείων ή σε θρησκευτικά ιδρύματα. Θεωρεί ότι ο ελληνικός νόμος δίνει έναν μεστό ορισμό του προσηλυτισμού, ενώ τα περιστατικά της υπόθεσης με κανέναν τρόπο δεν παραβιάζουν τη σύμβαση.
Δικαστής Martens:
Συμφωνεί ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 9, αλλά για διαφορετικούς λόγους από εκείνους που στηρίχθηκε το Δικαστήριο. Επίσης, θεωρεί ότι παραβιάσθηκε και το άρθρο 7. Όσον αφορά την παράβαση του αρ.7 της Σύμβασης, πιστεύει ότι το αρ.4 του ελληνικού νόμου δεν ορίζει με ακρίβεια τον προσηλυτισμό (ασάφεια στις εκφράσεις: «ιδιαιτέρως», «επέμβαση στις θρησκευτικές πεποιθήσεις», «άμεση και έμμεση προσπάθεια», «με σκοπό τον κλονισμό αυτών των πεποιθήσεων»). Ακόμη, κατά τη γνώμη του, τα ελαττώματα του νόμου δεν μπορούν να θεραπευθούν από την ελληνική νομολογία. Ένας ποινικός νόμος πρέπει να ερμηνεύεται περιοριστικά, όμως, στην εξεταζόμενη περίπτωση, δεν υπήρχε πρόθεση μεταστροφής, δεν υπήρχε σαφής εικόνα του τι είπε ο αιτών, ενώ, είναι αμφίβολο, εάν ο αιτών εκμεταλλεύθηκε την απειρία και το χαμηλό πνευματικό επίπεδο της Κυριακάκη. Αναφορικά με την παραβίαση του αρ.9 της Σύμβασης, ο Martens σημειώνει ότι οι ελευθερίες, που κατοχυρώνει η Σύμβαση, είναι απόλυτες και δεν αφήνει περιθώρια παρέμβασης του κράτους. Το κράτος δεν πρέπει να παρεμβαίνει, γιατί κάθε άνθρωπος χαράσσει την τύχη του, όπως θέλει αυτός, γιατί η θρησκεία είναι ένας τομέας που χρήζει ελεύθερης επιχειρηματολογίας και συζήτησης και επειδή οι θρησκείες και οι πεποιθήσεις, σε ένα κράτος, πρέπει να είναι ίσες. Το αυτό αληθεύει και σε ένα κράτος που μια συγκεκριμένη θρησκεία έχει επικρατούσα θέση. Ακόμη, το κράτος δεν πρέπει να τοποθετεί τον εαυτό του ως διαιτητή και για το λόγο ότι υπάρχει θρησκευτική αδιαλλαξία. Ακόμη, ο Martens πιστεύει, ότι το ίδιο θα έπρεπε να ισχύει και στην περίπτωση που ο προσηλυτισμός συνδυάζεται με πίεση πνευματική, αν και δεν αποδέχεται την προσηλυτιστική πίεση, μέσω της σωματικής βλάβης.
Δικαστές Foigel και Λοΐζου:
Κατ΄ αυτούς, δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 9, το οποίο εγγυάται την ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας. Μόνον όταν ο προσηλυτισμός παίρνει μορφή επέμβασης, συνιστά ποινικό αδίκημα. Είναι ανεπίτρεπτο, στις πολιτισμένες κοινωνίες των Συμβαλλόμενων Κρατών, να μετέρχεται κανείς μέσα προσηλυτισμού. Οι προσηλυτίζοντες είναι φανατικοί και αυτό δεν εμπίπτει σε καμία περίπτωση στην έννοια «διδάσκω» του ελληνικού νόμου.
Δικαστής Πεττίτι:
Θα έπρεπε, κατ΄αυτόν να ενισχυθεί η αιτιολογία της απόφασης, για την παράβαση του άρθρου 9. Τονίζει, ότι η απόφαση διατυπώθηκε κατά το παγκόσμιο έτους των Ηνωμένων Εθνών περί της ανεκτικότητας και πως το Δικαστήριο δεν επεξήγησε καλώς την ερμηνεία του προσηλυτισμού. Ο ίδιος κάνει διαχωρισμό θρησκευτικών πεποιθήσεων που οδηγούν σε καταχρηστικό προσηλυτισμό και αυτών που έχουν ως συνέπεια τον μη παράνομο προσηλυτισμό. Τονίζει, ότι η εφαρμογή του ελληνικού νόμου θα ήταν επικίνδυνη, εάν χρησιμοποιείτο από αυταρχικό κράτος. Υπενθυμίζει, ακόμη, ότι ο ελληνικός νόμος ανήκει στα δικτατορικά διατάγματα και ότι η περίπτωση του Κοκκινάκη δεν μπορεί να αποτελέσει αδίκημα.
--------------------------
2.Βλ.πραγματικά περιστατικά υπόθεσης.
3.άρθρο 4 του νόμου 1363/38 (όπως τροποποιήθηκε από τον νόμο 1672/39): 1. Όποιος επιδίδεται σε προσηλυτισμό τιμωρείται με ποινή φυλάκισης και χρηματική ποινή 1.000 έως 50.000 δραχμών. Επιπλέον τίθεται υπό την επιτήρηση της αστυνομίας για ένα διάστημα έξι μηνών μέχρι ενός έτους, που καθορίζεται από την καταδικαστική απόφαση. 2. Με τον όρο προσηλυτισμός εννοείται ειδικότερα οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση απόπειρα διείσδυσης της θρησκευτικής συνείδησης ενός ετεροδόξου με σκοπό την αλλαγή του περιεχομένου της, είτε με παροχές οποιουδήποτε είδους ή την υπόσχεση τέτοιων παροχών ή ηθικής ή υλικής υποστήριξης είτε με απατηλά μέσα είτε με την κατάχρηση της απειρίας ή της εμπιστοσύνης είτε με την εκμετάλλευση της ανάγκης, της πνευματικής αδυναμίας ή της αφέλειάς του. 3. Η διενέργεια μιας τέτοιας πράξης μέσα σε ένα σχολείο ή σε άλλο εκπαιδευτικό ή φιλανθρωπικό ίδρυμα συνιστά περίσταση ιδιαίτερα επιβαρυντική.
4.«{οι κατηγορούμενοι} που ανήκουν στην αίρεση των Μαρτύρων του Ιεχωβά {…}»
5.«…ο πρώτος των κατηγορουμένων πρέπει επίσης να αθωωθεί αφού κανένα από τα στοιχεία δεν δείχνει ότι η ΓΚ ήταν ιδιαιτέρως άπειρη περί το Χριστιανικό Ορθόδοξο δόγμα δεδομένου ότι είναι σύζυγος ψάλτου, ή ότι είναι ιδιαιτέρως χαμηλού διανοητικού επιπέδου ή ιδιαιτέρως αφελής, σε βαθμό που ο κατηγορούμενος να είναι σε θέση να επωφεληθεί και…[έτσι] να την παρασύρει ώστε να γίνει μέλος της αιρέσεως των Μαρτύρων του Ιεχωβά
6.άρθρο 13 Συντάγματος (1975): 1. Η ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως είναι απαραβίαστος. Η απόλαυσις των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται εκ των θρησκευτικών εκάστου πεποιθήσεων. 2. Πάσα γνωστή θρησκεία είναι ελευθέρα και τα της λατρείας αυτής τελούνται ακωλύτως υπό την προστασίαν των νόμων. Η άσκησις της λατρείας δεν επιτρέπεται να προσβάλη την δημόσιαν τάξιν ή τα χρηστά ήθη. Ο προσηλυτισμός απαγορεύεται.
7.άρθρο 3 Συντάγματος (1975): 1. Επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης του Χριστού Εκκλησίας. Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος γνωρίζει κεφαλή της τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, υπάρχει αναπόσπαστα ενωμένη δογματικά με την Μεγάλη Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως και με κάθε άλλη ομόδοξη Εκκλησία του Χριστού, τηρεί απαρασάλευτα, όπως εκείνες, τους ιερούς αποστολικούς και συνοδικούς κανόνες και τις ιερές παραδόσεις. Είναι αυτοκέφαλη, διοικείται από την Ιερά Σύνοδο των εν ενεργεία Αρχιερέων και από την Διαρκή Ιερά Σύνοδο που προέρχεται από αυτήν και συγκροτείται όπως ορίζει ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας, με τήρηση των διατάξεων του Πατριαρχικού Τόμου της 29 Ιουνίου 1850 και της Συνοδικής Πράξεως της 4 Σεπτεμβρίου 1928. 2. Το εκκλησιαστικό καθεστώς που υπάρχει σε ορισμένες περιοχές του Κράτους δεν αντίκειται στις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου. 3. Το κείμενο της Αγίας Γραφής τηρείται αναλλοίωτο. Η επίσημη μετάφρασή του σε άλλο γλωσσικό τύπο απαγορεύεται χωρίς την έγκριση της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος και της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως.
8.Τα άρθρα αυτά έχουν ως εξής: άρθρο 7: 1. Ουδείς δύναται να καταδικασθή δια πράξιν ή παράλειψιν η οποία, καθήν στιγμήν διεπράχθη, δεν απετέλει αδίκημα συμφώνως προς το εθνικόν ή το διεθνές δίκαιον. Ούτε και επιβάλλεται βαρυτέρα ποινή από εκείνην η οποία επεβάλλετο κατά την στιγμήν της διαπράξεως του αδικήματος. 2. Το παρόν άρθρο δεν σκοπεί να επηρεάση την δίκην και τιμωρίαν ατόμων ενόχων δια πράξεις ή παραλείψεις αι οποίαι καθήν στιγμήν διεπράχθησαν, ήσαν εγκληματικαί συμφώνως προς τας αναγνωριζομένας υπό των πολιτισμένων εθνών γενικάς αρχάς δικαίου. άρθρο 9: 1. Παν πρόσωπον δικαιούται εις την ελευθερίαν σκέψεως, συνειδήσεως και θρησκείας. Το δικαίωμα τούτο επάγεται την ελευθερίαν αλλαγής θρησκείας ή πεποιθήσεων, ως και την ελευθερίαν εκδηλώσεως της θρησκείας ή των πεποιθήσεων μεμονωμένως ή συλλογικώς, δημοσία ή κατ’ ιδίαν, δια της λατρείας, της παιδείας και της ασκήσεως των θρησκευτικών καθηκόντων και τελετουργιών. 2. Η ελευθερία εκδηλώσεως της θρησκείας ή των πεποιθήσεων δεν επιτρέπεται να αποτελέση αντικείμενον ετέρων περιορισμών εκτός πέραν των προβλεπομένων υπό του νόμου και αποτελούντων αναγκαία μέτρα, εν δημοκρατική κοινωνία, δια την δημοσίαν ασφάλειαν, την προάσπισιν της δημοσίας τάξεως, υγείας και ηθικής ή την προάσπισιν των δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων. άρθρο 10: 1. Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα εις την ελευθερίαν εκφράσεως. Το δικαίωμα τούτο περιλαμβάνει την ελευθερίαν γνώμης ως και την ελευθερίαν λήψεως ή μεταδόσεως πληροφοριών ή ιδεών, άνευ επεμβάσεως δημοσίων αρχών 2. Η άσκησις των ελευθεριών τούτων, συνεπαγομένων καθήκοντα και ευθύνας δύναται να υπαχθή εις ωρισμένας διατυπώσεις, όρους, περιορισμούς ή κυρώσεις προβλεπομένους υπό του νόμου και αποτελούντας αναγκαία μέτρα, εν δημοκρατική κοινωνία δια την εθνικήν ασφάλειαν, την εδαφικήν ακεραιότητα ή δημοσίαν ασφάλειαν, την προάσπισιν της τάξεως και πρόληψιν του εγκλήματος, την προστασίαν της υγείας ή της ηθικής, την προστασία της υπολήψεως ή των δικαιωμάτων των τρίτων, την παρεμπόδισιν της κοινολογήσεως εμπιστευτικών πληροφοριών ή την διασφάλισιν του κύρους και αμεροληψίας της δικαστικής εξουσίας.
9.άρθρο 14 Σύμβασης: Η χρήσις των αναγνωριζομένων εν τη παρούση Συμβάσει δικαιωμάτων και ελευθεριών δέον να εξασφαλισθή ασχέτως διακρίσεως φύλου, φυλής, χρώματος, γλώσσης, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, εθνικής ή κοινωνικής προελεύσεως, συμμετοχής εις εθνικήν μειονότητα, περιουσίας, γεννήσεως ή άλλης καταστάσεως.
10.Σκ.48: «Κατ’ αρχάς πρέπει να υπάρχει μια διάκριση μεταξύ της χριστιανικής μαρτυρίας και του αθέμιτου προσηλυτισμού. Η πρώτη αντιστοιχεί σε αληθή ευαγγελισμό τον οποίο μία έκθεση που συντάχθηκε το 1956 υπό την αιγίδα του Παγκόσμιου Συμβουλίου Εκκλησιών περιγράφει ως αποστολή ουσιώδους σημασίας και ευθύνη κάθε Χριστιανού και κάθε Εκκλησίας. Ο τελευταίος αντιπροσωπεύει μια διαφθορά ή παραμόρφωση αυτού. Σύμφωνα με την ίδια έκθεση ο προσηλυτισμός μπορεί να έχει μορφή δραστηριοτήτων που προσφέρουν υλικά ή κοινωνικά πλεονεκτήματα με σκοπό να αποκτηθούν νέα μέλη για μια Εκκλησία ή της άσκησης αθέμιτης πίεσης σε ανθρώπους που βρίσκονται σε απόγνωση ή σε ανάγκη, μπορεί ακόμη να περιλαμβάνει την χρήση βίας ή πλύσης εγκεφάλου. Γενικότερα δεν συμβαδίζει με τον σεβασμό της ελευθερίας της σκέψης {…}»
11.παράγραφος 51 της αποφάσεως του ΕΔΔΑ.
12.άρθρο 50 Σύμβασης: Εάν η απόφασις του Δικαστηρίου κρίνη ότι απόφασις ληφθείσα ή μέτρον διαταχθέν υπό δικαστικής ή πάσης άλλης Αρχής συμβαλλομένου μέρους αντίκειται εν όλω ή εν μέρει προς τας απορρέουσας εκ της παρούσης Συμβάσεως υποχρεώσεις, και εάν το εσωτερικόν δίκαιον του εν λόγω μέρους δεν επιτρέπη ειμή την ατελή επανόρθωση των συνεπειών της αποφάσεως ταύτης ή του μέτρου τούτου, η απόφασις του Δικαστηρίου χορηγεί, εν ανάγκη εις το αδικηθέν μέρος δικαίαν ικανοποίησιν.
13.«Ο προσηλυτισμός, που ορίζεται ως ‘ο ζήλος για την διάδοση της πίστης’ δεν μπορεί ως τέτοιος να είναι αξιόποινος: είναι ένας τρόπος -εντελώς νόμιμος καθ’ εαυτού- ‘διακήρυξης της θρησκείας ενός προσώπου’ {…}».
14.Ενδ.«{…}Κάποιος που προσηλυτίζει, προσπαθεί να μεταστρέψει την πίστη άλλων. Δεν αρκείται στην δήλωση της πίστης του, αλλά επιζητεί να αλλάξει την πίστη των άλλων προς την δική του.{…}».