Δίκαιο Αγίου Όρους: ένα παγκόσμια μοναδικό δικαϊκό φαινόμενο ανέπαφο στο χρόνο (Α' ΜΕΡΟΣ)

2023-01-27 19:10

Της Χρυσάνθης Καρβουνιάρη, 

Δικηγόρου Αθηνών, LLM, LLM, 

Υπ. Διδάκτορος Θεολογικής Σχολής ΕΚΠΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

 

To Άγιον Όρος, το οποίο ο αρχαίος αρχιτέκτονας Δεινοκράτης θέλησε να μετατρέψει σε όγδοο θαύμα του κόσμου χάριν του Μεγάλου Αλεξάνδρου, κατέστη θαυμαστό εργαστήριο ανθρωπίνων ψυχών και μια παραδειγματικά οργανωμένη κοινωνία που συνδύασε επί αιώνες την ελευθερία και την πειθαρχία, την απόλυτη αφοσίωση στο Θεό και τον απόλυτο σεβασμό στον άνθρωπο. Οι αοίδιμοι βυζαντινοί αυτοκράτορες ίδρυσαν τα περισσότερα μοναστήρια στον Άθωνα θωρακίζοντάς τα με τα προνόμιά τους, τα οποία διατηρούν ακέραια έως σήμερα ως ιδιότυπη μοναχική Πολιτεία. Έκτοτε το Άγιον Όρος παραμένει ένα ζωντανό κομμάτι του Βυζαντίου ανέπαφο από μεταπολιτεύσεις και ανεπηρέαστο από κοινωνικές εξελίξεις, διατηρώντας μέσα στην υπερχιλιετή ολοζώντανη πορεία του αναλλοίωτους τους αρχαίους μοναχικούς θεσμούς του1. Σπανίως στην ιστορία των Εθνών υπάρχουν θεσμοί και ιδρύματα, των οποίων η ζωή να καλύπτει μια χιλιετία. Η ελληνική ιστορία κατέχει το προνόμιο να δύναται να επιδείξει παρόμοιους θεσμούς. Συγκεκριμένα, δύο είναι τα ιδρύματα με χιλιόχρονη ζωή: η Ακαδημία του Πλάτωνα και το Άγιον Όρος. Η δε ειδοποιός διαφορά τους έγκειται στο γεγονός ότι η Ακαδημία ʺεξέπνευσεʺ οριστικά, όταν το 529 μ.Χ. σφραγίστηκε από τον Ιουστινιανό2.

Τα πανάρχαια θέσμια και έθιμα που ανέπτυξαν και παγίωσαν οι Αγιορείτες αναχωρητές, ερημίτες και αργότερα μοναχοί προϊόντος του χρόνου στη χερσόνησο του Άθω και τα οποία βασίζονται στους κανόνες της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, αναγνωρίστηκαν δια μέσου επίσημων κρατικών πράξεων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αλλά και της διαδόχου αυτής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, πράξεις οι οποίες απετέλεσαν τις απαρχές της διαμόρφωσης του Αγιορείτικου Δικαίου. Για πρώτη φορά στο Σύνταγμα του 1926 περιλαμβάνονται διατάξεις για το Άγιον Όρος, οι οποίες εξακολουθούν σχεδόν απαράλλακτες να ισχύουν έως σήμερα. Επίσης, το 1926, με το νομοθετικό διάταγμα της 10ης Σεπτεμβρίου, τίθεται σε ισχύ ο Καταστατικός Χάρτης του Αγίου Όρους, το κείμενο του οποίου, με χρονολογία 10 Μαΐου 1924, είχε ψηφιστεί από την Έκτακτη Διπλή Σύναξη των αντιπροσώπων των είκοσι Ιερών Μονών του Αγίου Όρους και είχε εγκριθεί από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. 

1 Διονύσιος Κυράτσος, ʺΗ θέση του Αγίου Όρους στο σύγχρονο κόσμοʺ από το περιοδικό ΕΠΟΠΤΕΙΑ

(τεύχος 96, έτος 1984, σσ. 1109-1118) 1109.

2 ΙΩΑΝΝΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, ʺΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΚΑΙ Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑʺ από το περιοδικό ΕΚΚΛΗΣΙΑ- ΕΠΙΣΗΜΟΝ ΔΕΛΤΙΟΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΕΤΟΣ Μ', ΑΡΙΘ. 15-16, σσ. 365-372) 365.

Η καταστατική αυτή νομοθεσία του Αγίου Όρους παραμένει ανέπαφη για δώδεκα ολόκληρους αιώνες, ενώ αξίζει να σημειωθεί πως ελάχιστα είναι τα νομοθετήματα που την τροποποίησαν ή τη συμπλήρωσαν3, με μείζονος σημασίας και εκ των νεοτέρων χρονολογικά την «Κοινή Δήλωση περί του Αγίου Όρους», η οποία προσαρτήθηκε στην Τελική Πράξη (ʺFinal Actʺ) της 29ης Μαΐου 1979 περί προσχωρήσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες4.

Αντικείμενο της παρούσας είναι να εντοπιστούν οι πηγές του Αγιορείτικου Δικαίου και να προσδιοριστεί η φύση αυτού, να αναλυθούν οι ιστορικές βάσεις της δημιουργίας του, να προσδιοριστούν τα χαρακτηριστικά του και να καταδειχθεί η σχέση του με το κοινό ελληνικό δίκαιο, το Δημόσιο Διεθνές και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Παράλληλα, η παρούσα διαπνέεται σε όλη της την έκταση από την προσπάθεια να καταδείξει την ακεραιότητα του Αγιορείτικου Δικαίου μέσα στο χρόνο, ως την ειδοποιό διαφορά του τελευταίου εν συγκρίσει με όλα τα λοιπά δίκαια της υφηλίου. Επιπρόσθετα, η παρούσα θα απαντήσει στο ερώτημα, εάν ευσταθεί η περίπτωση της διαπάλης μεταξύ νομιμότητας και κανονικότητας στους κανόνες του Αγιορείτικου Δικαίου, δεδομένου ότι πρόκειται για δίκαιο εθνικό, καθώς αντανακλάται σε ολόκληρο το έθνος των Ελλήνων και πηγάζει ευθέως από το ιστορικό του παρελθόν και δη το λαμπρότερο και φωτεινότερο, μετά την εποχή της κλασικής και μετακλασικής αρχαιότητας, φθάνοντας ως αλώβητη νομοθεσία ακόμα και στο νεοσυσταθέν Βασίλειο των Ελλήνων και στο σύγχρονο Ελληνικό Κράτος. Τίθεται, λοιπόν, το ερώτημα: υπάρχει διαπάλη νομιμότητας και κανονικότητας στους κανόνες του Αγιορείτικου Δικαίου; Με άλλα λόγια: οι αρχές του Αγιορείτικου Δικαίου, το οποίο αποτελεί εθνικό δίκαιο, παρουσιάζουν διάσταση και αποκλίσεις από εκείνες της Ορθόδοξης Εκκλησίας;

3 Συγκεκριμένα, πρόκειται για το ν.δ. 2623/1953, με το οποίο προστέθηκε παράγραφος στο νομοθετικό διάταγμα της 10ης Σεπτεμβρίου 1926 περί κυρώσεως του Καταστατικού Χάρτη του Αγίου Όρους, σύμφωνα με την οποία η είσοδος θηλέων στο Άγιον Όρος επισύρει ποινή φυλάκισης δύο μηνών έως ενός έτους, μη εξαγοραζομένης (ΕτΚ Α' 268). Επίσης, ο νόμος 1166/1981, με τον οποίο ιδρύθηκε ετήσια οικονομική χορηγία του Κράτους προς τις Ιερές Μονές του Αγιωνύμου Όρους (ΕτΚ Α' 161) και ο νόμος 1198/1981, με τον οποίο ρυθμίστηκε το θέμα της εκποίησης ακινήτων των Ιερών Μονών του Αγίου Όρους, τα οποία βρίσκονται εκτός της εδαφικής περιοχής του Άθω (ΕτΚ Α' 238) και συνεστάθη το Κέντρο Διαφύλαξης Αγιορείτικης Κληρονομιάς (ΕτΚ Α' 305).

4 Η ύπαρξη Κοινών Δηλώσεων σχετικά με τις αρχές του Δικαίου του Αγίου Όρους και του καθεστώτος αυτού σε ευρωπαϊκές Συνθήκες, καθώς επίσης και η νομική φύση των Κοινών αυτών Δηλώσεων αναλύεται στο τρίτο κεφάλαιο της παρούσας.

H παρούσα εργασία διαιρείται σε τρία μεγάλα κεφάλαια: η προέλευση (πηγές) των θεσμών του Αγιορείτικου Δικαίου, οι απαρχές της δημιουργίας του Αγιορείτικου Δικαίου και τέλος, η σχέση του Αγιορείτικου Δικαίου προς το κοινό Ελληνικό Δίκαιο, το Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Συγκεκριμένα, όσον αφορά στο πρώτο κεφάλαιο, επιχειρείται εντοπισμός και ανάλυση των βασικών πηγών του Αγιορείτικου Δικαίου, εξέχουσα θέση εκ των οποίων κατέχουν οι Ιεροί Κανόνες της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, η Αγία Γραφή και το οι Κανονολόγοι, η Ιερά Παράδοση, καθώς στο εκκλησιαστικό δίκαιο εν γένει (όπως επίσης και στο αγιορείτικο δίκαιο, το οποίο αποτελεί μέρος του εκκλησιαστικού δικαίου) η Ιερά Παράδοση η διασωθείσα μέσω των συγγραμμάτων και των επιστολών των αποστολικών πατέρων και των διαδόχων αυτών, αποτελεί σπουδαιότατη πηγή δικαίου. Μάλιστα, η σπουδαιότητα της Ιεράς παράδοσης είναι τόσο μεγάλη, ώστε να εξαίρεται πολλάκις στις Πράξεις των Αποστόλων, στους κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων και του Μεγάλου Βασιλείου, αλλά και σε άλλες θρησκευτικές πηγές και τέλος το έθιμο, το οποίο μάλιστα κατέχει τον πρωτεύοντα ρόλο μεταξύ των λοιπών πηγών των θεσμών του Αγιορείτικου Δικαίου, διότι σχεδόν όλοι οι θεσμοί του Αγιορείτικου Δικαίου έχουν εθιμική προέλευση και διαμορφώθηκαν πριν την επίσημη αναγνώρισή τους από πράξεις Πολιτειακές ή της Εκκλησίας.

Στο δεύτερο κεφάλαιο της παρούσας εργασίας καταγράφονται αναλυτικά όλες εκείνες οι πράξεις Βυζαντινής και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι οποίες κατέστησαν επίσημη νομοθεσία του Κράτους τα πανάρχαια θέσμια του Αγίου Όρους, περίοδος κατά την οποία εκκινούμε να μιλάμε σταδιακά περί Αγιορείτικης Νομοθεσίας και όχι απλώς περί αγιορείτικων πανάρχαιων θεσμίων. Όπως προκύπτει από τις ιστορικές πηγές, το Άγιον Όρος δημιουργήθηκε και οργανώθηκε ως μοναχική πολιτεία από τους ίδιους τους μοναχούς του, ωστόσο, υπό την άμεση προστασία, φροντίδα και μέριμνα των τότε Βυζαντινών Αυτοκρατόρων. Οι Αγιορείτες συνέτασσαν τα κείμενα των κανονισμών τους, τα οποία αποκτούσαν υποχρεωτική ισχύ εντός της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μετά την κύρωσή τους δια τυπικών πολιτειακών ή πατριαρχικών νομοθετικών πράξεων (χρυσόβουλα, αργυρόβουλα, μολυβδόβουλα, κηρόβουλα, πατριαρχικά σιγίλλια κλπ) και κατά την Τουρκοκρατία μετά την κύρωσή τους δια φιρμανίων, χοτζετίων κτλ. Τέτοια κείμενα εξεδόθησαν πολυάριθμα κατά τη διάρκεια της υπερχιλιετούς ιστορίας του Αγίου Όρους, εκκινώντας από το 875 μ.Χ. και φτάνοντας έως τις μέρες μας, με τελευταίο εξ όλων αυτών των νομοθετημάτων τον νυν ισχύοντα Καταστατικό Χάρτη του Αγίου Όρους (1924), κυρωθέντα δια του νομοθετικού διατάγματος της 10/16.09.1926.

Στο τρίτο και τελευταίο κεφάλαιο της παρούσας εργασίας αναλύεται η νομική φύση των δύο θεμελιωδών νομοθετημάτων της Αγιορείτικης Πολιτείας, του Καταστατικού Χάρτη του Αγίου Όρους και του κυρωτικού αυτού νομοθετικού διατάγματος, πραγματοποιείται σύγκριση αυτών με την κοινή ελληνική νομοθεσία, ενώ παράλληλα παρατίθενται τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του Δικαίου του Αγίου Όρους, το οποίο αποτελεί ιδιάζον εθνικό δίκαιο. Επίσης, επιχειρείται παράθεση της διεθνούς θεμελίωσης του ειδικού, προνομιακού και αναλλοίωτου καθεστώτος του Αγιωνύμου Όρους, δεδομένου του γεγονότος ότι το τελευταίο έχει αποτελέσει από πολύ νωρίς αντικείμενο του διεθνούς δικαίου και συγκεκριμένα, αντικείμενο διεθνών Συνθηκών. Η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, η Συνθήκη του Βερολίνου, η Συνθήκη της Λωζάννης και η Συνθήκη των Σεβρών «περί των εν Ελλάδι μειονοτήτων», η οποία εμπεριέχεται στο πρωτόκολλο 16 της Συνθήκης της Λωζάννης, αποτελούν τα κύρια διεθνή συμβατικά κείμενα για την κατοχύρωση του αρχαίου και προνομιακού καθεστώτος του Αγίου Όρους, τα οποία δημιουργούν διεθνή υποχρέωση στα συμβαλλόμενα Κράτη να σέβονται τα πλεονεκτήματα των μοναχών και των Μονών του Αγίου Όρου τα απορρέοντα από τα πανάρχαια αυτού θέσμια.

Τέλος, στο ίδιο κεφάλαιο παρατίθεται η ευρωπαϊκή θεμελίωση των αρχών του Αγιορείτικου Δικαίου, αλλά και ολόκληρου του αγιορείτικου καθεστώτος που απορρέει από τις πρώτες. Το ζήτημα της σχέσης μεταξύ του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ειδικού, προνομιακού καθεστώτος του Αγίου Όρους, όπως αυτό απορρέει από το Αγιορείτικο Δίκαιο, έχει προκαλέσει το ενδιαφέρον τον νομικών, καθώς το τελευταίο παρουσιάζει ιδιαιτερότητες, οι οποίες αντιστρατεύονται το ενιαίο κοινοτικό νομικό καθεστώς. Συγκεκριμένα, η Ευρωπαϊκή Ένωση θεσπίζει σειρά ελευθεριών, όπως η ελευθερία κυκλοφορίας προσώπων, εμπορευμάτων, υπηρεσιών και κεφαλαίων, καθώς, επίσης, και η θεμελιώδης αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων, ενώ στον αντίποδα αυτών βρίσκονται οι απαγορεύσεις που υπαγορεύει το Αγιορείτικο Δίκαιο, όπως: απαγόρευση εγκαταστάσεως στο Όρος ετερόδοξων ή σχισματικών (κατ’ επέκταση δε και αλλοθρήσκων), η απαγόρευση εισόδου στο Όρος γυναικών (ο θεσμός του αβάτου), η υποχρεωτική απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας από τους μονάζοντες στο Όρος, ήδη από την πρόσληψή τους ως δοκίμων και χωρίς άλλη προϋπόθεση, η υποχρεωτική έκδοση άδειας όχι μόνο για παραμονή, αλλά και για επίσκεψη στο Όρος (διαμονητήριο), η απαγόρευση άσκησης οποιασδήποτε επαγγελματικής δραστηριότητας και πολλά άλλα. Παρατίθενται, λοιπόν, οι λόγοι και οι νομικές ʺτεχνικέςʺ με βάση τις οποίες ο Ευρωπαίος νομοθέτης αποδέχεται και δικαιολογεί τις αποκλίσεις των αρχών του Αγιορείτικου Δικαίου από τις γενικές και βασικές αρχές του Δικαίου της Ένωσης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

 

Η προέλευση των θεσμών της Αγιορείτικης Πολιτείας

 

Ι. Μια σύντομη ιστορική μνεία στη διαμόρφωση του Αγιορείτικου Δικαίου

Οι γενικές διατάξεις της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας σχετικά με το μοναστικό βίο και τη μοναστηριακή εν γένει κατάσταση –τόσο κανονικές όσο και πολιτειακές5- αποτέλεσαν παλαιόθεν τη θεμελιώδη και κεντρική πηγή, από την οποία απέρρευσαν παραλλαγμένες (ως προς ορισμένες λεπτομέρειες) οι αρχές οργάνωσης της Αθωνικής Πολιτείας6. Ως εκ τούτου, εκ της μελέτης των ιστορικών πηγών προκύπτει σαφώς ότι η γένεση των θεσμών της Αγιορείτικης Πολιτείας ερείδεται στο κανονικό δίκαιο, δηλαδή, τους κανόνες της Εκκλησίας περί μοναχικού βίου7. Συγκεκριμένα, πρόκειται για: α. τους Ιερούς Κανόνες, με πρώτη και σημαντικότερη πηγή αυτών την Αγία Γραφή, β. την Ιερά Παράδοση , η οποία συμπληρώνει κι ερμηνεύει την Αγία Γραφή και γ. τα εκκλησιαστικά έθιμα τα πηγάζοντα εκ της Αγίας Γραφής και της Ιεράς Παραδόσεως, εμπεριεχομένης στα συγγράμματα των αποστολικών και εκκλησιαστικών Πατέρων8. Η εκ της μελέτης των ντοκουμέντων προκύπτουσα σύσταση της Αγιορείτικης Πολιτείας είναι ανέκαθεν ipso jure

 

5Οι Ιεροί Κανόνες της Εκκλησίας είχαν αποκτήσει ίση ισχύ προς τους νόμους της Πολιτείας. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην ΣΤ' Νεαρά του Ιουστινιανού: «Οι κανόνες … ισχύουσιν εν τω κράτει ίσα τοις νόμοις της πολιτείας» [ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΔΩΡΗ, ʺΤΟ ΔΙΚΑΙΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ ΑΘΩʺ, ΤΟΜΟΣ Β': ΠΗΓΑΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ (ΑΝΤ. Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ 2004) 555].

6ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Α. ΠΕΤΡΑΚΑΚΟΥ, ʺΤΟ ΜΟΝΑΧΙΚΟΝ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ ΑΘΩʺ (1925) 5.

7 ΔΕΝΤΑΚΗ Λ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, ʺΗ ΔΙΟΡΓΑΝΩΣΙΣ ΤΗΣ ΜΟΝΑΧΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣʺ από ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ (τεύχος 149-150, σσ. 521-534) 521. 8ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΔΩΡΗ, ʺΤΟ ΔΙΚΑΙΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ ΑΘΩʺ, ΤΟΜΟΣ Β': ΠΗΓΑΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ (ΑΝΤ. Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ 2004) 532.

αυτονομιακή, γεγονός που αποδίδεται στη συγκρότησή της «από ανθρώπους απομακρυθέντας του κόσμου και ως όρον του βίου των θέσαντες την υπακοήν9».

Καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας το Άγιον Όρος αποτελούσε έδαφος αυτής, επί του οποίου η πρώτη ασκούσε απολύτως τα κυριαρχικά της δικαιώματα. Η καθιέρωση της χερσονήσου ως μοναστικής Πολιτείας και η παραχώρηση προνομίων εκ μέρους όλων των βυζαντινών αυτοκρατόρων δεν επέφερε μείωση της κυριαρχικής εξουσίας που το Βυζάντιο ασκούσε στην Αθωνική Πολιτεία. Τουναντίον μάλιστα, η εξουσία που ασκούσαν οι μοναχικές αρχές του Αγίου Όρους ήταν εντός των τεθειμένων εκ της Πολιτείας ορίων, ουδέποτε πολιτικού χαρακτήρα, αλλά δοτή (potestas delegata)10. Οι Βυζαντινοί Αυτοκράτορες εκδηλώνουν την επιθυμία τους για κυριαρχία επί του Αγίου Όρους από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας του και από τις απαρχές της μοναχικής του ζωής. Συγκεκριμένα, αφορμώμενοι αφ’ ενός από τη βαθύτατη χριστιανική τους πίστη και αφ’ ετέρου από την επιθυμία τους να εξουσιάσουν κάθε κομμάτι εδάφους εντός της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, επεμβαίνουν προς ρύθμιση παντός αγιορείτικου ζητήματος δια της εκδόσεως ʺΤυπικώνʺ. Πρόκειται για βασιλικές πράξεις, δια των οποίων οι Βυζαντινοί Αυτοκράτορες θέσπιζαν κανόνες πολιτειακής και ιδίως εκκλησιαστικής οργανώσεως. Αναλόγως της ύλης επί της οποίας ετίθετο η βασιλική σφραγίδα χαρακτηρίζονταν τα Τυπικά ως Χρυσόβουλλα, Αργυρόβουλλα, Κηρόβουλλα11.

Τα ʺΤυπικά12ʺ συνετάσσονταν υπό αντιπροσωπείας του Αυτοκράτορα, του Οικουμενικού Πατριάρχη και βέβαια, των αγιορειτών μοναχών (πρόκειται για τη ʺΣύναξη των Ηγουμένωνʺ). Επισταμένη μελέτη της αγιορείτικης ιστορίας αποδεικνύει ότι «πάντοτε το βλέμμα της Πολιτείας και της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας ήταν στοργικώς εστραμμένο προς το Άγιον Όρος και η προς εφαρμογήν των Ιερών Κανόνων θέλησις αυτών πάντοτε ισχυρά. Δια τούτο και οι κατά καιρούς θεσπισθείσες διατάξεις, διετηρήθησαν, εφηρμόσθησαν και συνετέλεσαν εις την ακμήν


9 ΙΩΑΚΕΙΜ ΙΒΗΡΙΤΟΥ, ʺΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑʺ (1921) 6.

10 ΠΑΠΑΔΑΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ, ʺΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ ΕΠΙ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝʺ από ΕΠΕΤΗΡΙΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ (έτος ΛΒ', σσ. 427-483)434.

11 ΠΑΠΑΔΑΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ, ʺΑΙ ΝΟΜΙΚΑΙ ΒΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣʺ (ΑΝΑΤΥΠΟΝ ΕΚ ΤΟΥ Η' ΤΟΜΟΥ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ», ΙΩΑΝΝΙΝΑ 1959) 16.

12 Η σπουδαιότητα των μοναστηριακών Τυπικών, τόσο ως πηγής εκκλησιαστικού δικαίου όσο και ως πηγής για την ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, αποτελεί κοινή συνείδηση. Αξίζει να σημειωθεί πως με βάση τα κείμενα αυτά ρυθμίζονταν όλες οι σχέσεις που αφορούσαν στο μοναχικό βίο και τα μοναστήρια της εποχής [ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΟΝΙΔΑΡΗΣ, ʺΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΩΝ ΤΥΠΙΚΩΝʺ (2 εκδ, ΑΝΤ. Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ 2003 ) 25].

του αγιορειτικού μοναχισμού13». Εξ όλων αυτών προκύπτει ότι τα αυτοκρατορικά Τυπικά, με όποιον όρο κι αν απαντώνται αυτά (Χρυσόβουλλα, Αργυρόβουλλα, Κηρόβουλλα, κανονισμοί, υποτύπωσις, διατύπωσις, νόμος, διάταξις, Σιγίλλιον, Πιττάκιον, Τόμος κτλ), καθώς επίσης και οι Ιεροί Κανόνες της Ορθοδόξου Εκκλησίας, οι Νεαρές των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων, τα Υψηλά σουλτανικά Βεράτια και Φιρμάνια, τα Πατριαρχικά Σιγίλλια14, η επί αιώνων υπάρχουσα τάξη και τα προαιώνια εκκλησιαστικά έθιμα, αλλά και πολυάριθμες διεθνείς πράξεις απετέλεσαν από κοινού τις (ιστορικές) βάσεις τόσο για τη διαμόρφωση του Δικαίου του Αγίου Όρους και την διατύπωση των έως τότε ισχυόντων θεσμών του γραπτώς, όσο και για την απονομή στο ίδιο το Όρος των προνομίων που σε βάθος αιώνων απολαμβάνει15.

Εκείνο που είναι βέβαιο είναι ότι η απρόσιτη εκείνη λωρίδα γης έγινε καταφύγιο των διωκόμενων μοναχών κατά τους χρόνους της εικονομαχίας, καθώς εκεί ήταν δυνατό να χρησιμοποιούν άφοβα ιερές εικόνες16. Στις αρχές του 10ου αιώνα αρχίζει να αποκρυσταλλώνεται η οριστική μορφή της μοναχικής περιοχής και η χερσόνησος του Άθω καθιερώνεται ως απαραβίαστη περιοχή μοναχών17. Αξίζει να αναφερθεί ότι οι πρώτοι εγκατασταθέντες μοναχοί στο Άγιον Όρος δε διέθεταν γραπτούς κώδικες, ούτε θέσπισαν διατάξεις δικαίου, οι οποίες να διέπουν το καθεστώς αυτών. Και τούτο διότι, όντας μοναχοί ασκητές, μετακινούνταν συνεχώς και διαβιούσαν αφοσιωμένοι στη θρησκευτική λατρεία, αποκεκομμένοι του λοιπού κόσμου και ως εκ τούτου, «υπεράνω πάσης εννοίας θετού κανόνος δικαίου»18. Συγκεκριμένα, κατά την εποχή των πρώτων μοναχικών χρόνων, οι πρώτοι διαβιούντες στο Άγιον Όρος μοναχοί19

13 ΠΑΠΑΔΑΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ, ʺΑΙ ΝΟΜΙΚΑΙ ΒΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣʺ (ΑΝΑΤΥΠΟΝ ΕΚ ΤΟΥ Η' ΤΟΜΟΥ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ», ΙΩΑΝΝΙΝΑ 1959) 19.

14 Πρόκειται για «επίσημα πατριαρχικά γράμματα, εκφράζοντα πατριαρχικήν απόφασιν ή κέλευσμα, αναφερόμενα εις θέματα απτόμενα των Ιερών Κανόνων της Ορθοδόξου Εκκλησίας» [ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΔΩΡΗ, ʺΤΟ ΔΙΚΑΙΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ ΑΘΩʺ, ΤΟΜΟΣ Β': ΠΗΓΑΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ (ΑΝΤ. Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ 2004) 557].

15 ΜΙΛΤΙΑΔΗ ΚΑΡΑΒΟΚΥΡΟΥ, ʺΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ ΤΑ ΔΙΚΑΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΝΟΜΙΑʺ ( 1913) 7.

16   Χρήστου    Παναγιώτη    και    Προβατάκη    Θωμά, ʺΤΟ    ΑΓΙΟΝ    ΟΡΟΣ:    ιστορία-μνημεία- ζωήʺ (ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΟΝ ΙΔΡΥΜΑ ΠΑΤΕΡΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ Θεσσαλονίκη 1970) 4.

17 ΘΕΟΧΑΡΙΔΟΥ Ι.Γ., ʺΣΥΝΤΟΜΟΣ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ (ΔΙΑΛΕΞΙΣ)ʺ (ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ, ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΛΕΤΩΝ ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΥ ΤΟΥ ΑΙΜΟΥ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1958) 9.

18 ΣΤΑΥΡΟΥ ΠΑΠΑΔΑΤΟΥ, ʺΗ πολιτειακή θέσις του Αγίου Όρουςʺ ( 1965) 84.

19 Φαίνεται πως η τάση για εγκατάλειψη των εγκοσμίων και καταφυγή στην έρημο, ως διαμαρτυρία στη δομή της κοινωνίας, παρατηρήθηκε στις αρχές του 4ου αιώνα μ.Χ. Αξίζει να σημειωθεί πως ο 8ος αιώνας ή οι αρχές του 9ου αιώνα, διάστημα κατά το οποίο έλαβε χώρα η εικονομαχία, ίσως να αποτελούν το διάστημα κατά το οποίο κατέφυγαν στον Άθω ομάδες εικονολατρών μοναχών, χωρίς αυτό να καθίσταται απόλυτα βέβαιο. Ωστόσο, υπάρχει αδιαμφισβήτητη πληροφορία, η οποία προκύπτει από τα πεπραγμένα της Συνόδου της Κωνσταντινούπολης κατά της Εικονομαχίας   (843 μ.Χ.) που συγκάλεσε η αυτοκράτειρα Θεοδώρα και από την μαρτυρία του Βυζαντινού ιστορικού Γενεσίου, σύμφωνα με την οποία εξέχοντες αναχωρητές ή και μοναχοί του Αγίου Όρους προσεκλήθησαν από τη βασίλισσα να λάβουν μέρος στη Σύνοδο λόγω της εξέχουσας φήμης τους, η οποία είχε ξεπεράσει τα όρια του τόπου ασκήσεώς τους (ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΠΑΠΥΡΟΣ ΛΑΡΟΥΣ ΜΠΡΙΤΑΝΙΚΑ, τόμος 4, σ. 98-99).

ζούσαν κατά ομάδες, με τον αρχηγό τους να αποκαλείται ʺΓέρωνʺ και οι υπό την επίβλεψή του μοναχοί (δύο ή τρεις το πολύ) ʺΥποτακτικοίʺ. Ο Γέρων αποτελούσε είδος ανωτέρου άρχοντος, εκλεγόταν μεταξύ των πλέον εναρέτων εκ των Μοναχών και διοικούσε τους Υποτακτικούς εν πνεύματι χριστιανικής αγάπης και με αυστηρότητα, λόγω της ιδιορρυθμίας της μοναχικής ζωής και της τραχύτητας αυτής, οι δε Υποτακτικοί εκτελούσαν τις εντολές του Γέροντός τους πρόθυμα και αγόγγυστα.

Η εν λόγω σχέση, η οποία ονομάστηκε ʺΜοναχική Υπακοήʺ, αποτελεί τον πρώτο άγραφο Κώδικα Αγιορείτικου Δικαίου20. O Γέρων ήταν ανεξάρτητος κι αυτό διότι ουδεμία (άλλη) μοναχική αρχή υπήρχε, οι δε πολιτικές αρχές ουδέποτε επενέβαιναν σε ζητήματα της Αθωνικής Πολιτείας, καθώς οι ελάχιστοι μοναχοί της τελευταίας ουδέν ενδιαφέρον προκαλούσαν στην απέραντη τότε Βυζαντινή Αυτοκρατορία21. Αργότερα, όταν αυξήθηκε ο μοναχικός πληθυσμός, κατέστη αναγκαία η ανάδειξη αρχής, η οποία θα ρύθμιζε τα ζητήματα της μοναχικής τους διαβίωσης. Έτσι, οι αγιορείτες εξέλεξαν τον ʺΠρώτονʺ (εξ όλων των Γερόντων), ο οποίος μαζί με τους Γέροντες συναπετέλεσαν την ʺΚαθέδραν των Γερόντωνʺ, την ανώτατη μοναχική αρχή επί μακρόν. Ο Πρώτος είχε ως έργο του την τήρηση της πειθαρχίας και της τάξεως μεταξύ των μοναχών, την καθοδήγηση αυτών στην ευσέβεια και την αρετή, τη διάλυση τυχόν ερίδων και σκανδάλων μεταξύ των μοναχών, την επίβλεψη ως προς την τακτική και ανελλιπή τήρηση των ιερών ακολουθιών και τη σύγκληση των Γερόντων σε συνεδρίες, στις οποίες συζητούνταν και επιλύονταν υπό την προεδρία αυτού τα ζητήματα που αυτός έθετε προς συζήτηση. Ως άρχοντας, λοιπόν, απολάμβανε της υπόληψης και της τιμής όλων των μοναχών22.

Αξίζει να σημειωθεί πως τούτο είναι το αρχαιότερο σύστημα διοικήσεως των εν Άθω μοναχών. Εφεξής, ξεκινά ο οργανωμένος βίος των αγιορειτών, οι οποίοι

20 ΣΤΑΥΡΟΥ ΠΑΠΑΔΑΤΟΥ, ʺΗ πολιτειακή θέσις του Αγίου Όρουςʺ ( 1965) 84.

21 Ibid 85.

22 Κτενά Χριστοφόρου Αρχιμανδρίτου, ʺΟ ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ ΑΘΩ ΚΑΙ Η «ΜΕΓΑΛΗ ΜΕΣΗ» Ή «ΣΥΝΑΞΙΣ»ʺ από ΕΠΕΤΗΡΙΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ (έτος ϛ, σσ. 233- 281) 234.

διαρκώς πληθύνονται, γεγονός το οποίο και προκάλεσε «την ρύθμιση του αγιορείτικου καθεστώτος δια θετικών διατάξεων δικαίου, αφ’ ενός προς κατοχύρωση του αγιορείτικου δικαίου εσωτερικώς, αφ’ ετέρου δε προς περιστολήν της εξουσίας των πολιτικών αρχών»23. Έκτοτε, ξεκινά η ενεργός επέμβαση της Πολιτείας, καθώς επίσης και η δράση επιφανών Αγιορειτών, οι οποίοι από κοινού θα οδηγήσουν στη διαμόρφωση του αγιορείτικου νομικού καθεστώτος. H κατά τα ανέκαθεν κρατούντα (και όπως ανωτέρω ελέχθη εκ της Καθέδρας των Γερόντων εποχής) αυτονομούμενη Αγιορείτικη Πολιτεία, αναγνωρίστηκε ως τέτοια από όλες ανεξαιρέτως τις κοσμικές κι εκκλησιαστικές αρχές καθ’ όλη τη διάρκεια της υπερχιλιετούς ζωής της έως και σήμερα, παρά τις αντιξοότητες και τους πολυάριθμους κλυδωνισμούς που υπέστη το Έθνος, αλλά και ο Χριστιανισμός24. Τον εν λόγω ισχυρισμό διαβεβαιώνουν στο έπακρο τα διάφορα Τυπικά, τα οποία διασώζονται στα αρχεία της Ιεράς Κοινότητος. Εξάγεται, επίσης και εκ των αυτοκρατορικών Χρυσοβούλλων και θεσπισμάτων, των εκκλησιαστικών Σιγιλλίων και Πιττακίων, καθώς επίσης και εκ της μελέτης της υπερχιλιετούς ιστορίας της μοναχικής και μοναδικής αυτής Πολιτείας.

Εκ πάντων αυτών των ντοκουμέντων, τα σημαντικότερα εκ των οποίων θα εκτεθούν ακολούθως, προκύπτει ότι ουδέποτε η κοσμική εξουσία, είτε Βυζαντινή είτε Οθωμανική είτε οποιαδήποτε μετά από αυτή, επενέβη ή θέσπισε ή καινοτόμησε νομοθέτημα, χωρίς τη συγκατάθεση και τη θέληση των Αγιορειτών. Τουναντίον μάλιστα, για την όποια προσπάθεια νομοθέτησης ή ακόμα και απόπειρας τροποποίησης απαιτείτο προηγουμένως η γνωστοποίηση των τελευταίων στους Αγιορείτες και ουδέποτε συνέβαινε κάτι αυτοβούλως εκ μέρους της κοσμικής Πολιτείας. Τόσο τα αυτοκρατορικά χρυσόβουλλα, όσο και τα εκκλησιαστικά Σιγίλλια απαγορεύουν ρητώς κάθε επέμβαση προερχόμενη έξωθεν του Αγίου Όρους. Ως εκ τούτου, ολόκληρη η αγιορείτικη νομοθεσία «είναι προϊόν του αγιορείτικου πνεύματος και απαύγασμα της αγιορείτικης θελήσεως25», τα οποία περιεβλήθησαν του κύρους και του χρίσματος της Εκκλησίας και της Πολιτείας.

23 ΣΤΑΥΡΟΥ ΠΑΠΑΔΑΤΟΥ, ʺΗ πολιτειακή θέσις του Αγίου Όρουςʺ ( 1965) 85.

24 Επί παραδείγματι, το Σχίσμα των δύο Εκκλησιών, το οποίο είχε σαν επακόλουθο τη διαίρεση και διάσπαση της κοινωνίας μεταξύ της Δυτικής και της Ανατολικής Εκκλησίας το 1054 μ.Χ.

25 ΙΩΑΚΕΙΜ ΙΒΗΡΙΤΟΥ, ʺΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑʺ ( 1921) 7.

ΙΙ. Οι Ιεροί Κανόνες ως σπουδαιότατη πηγή των θεσμών της Αγιορείτικης Πολιτείας

Εν προκειμένω, πρέπει να αναφερθούν αρχικά τόσο η Αγία Γραφή όσο και το οι Κανονολόγοι. Κατά πρώτο λόγο, η Αγία Γραφή έχει διφυές περιεχόμενο: περιλαμβάνει αφ’ ενός την Καινή Διαθήκη, δηλαδή, τις εξαγγελθείσες αρχές και τα παραγγέλματα του ίδιου του Χριστού, τα οποία απετέλεσαν τους θεμελιώδεις θεσμούς της Χριστιανικής Εκκλησίας και αφ’ ετέρου, τα κελεύσματα των Αποστόλων και των Πατέρων της Εκκλησίας, καθώς οι τελευταίοι ανέλυσαν και επεξήγησαν περαιτέρω τη Χριστιανική διδασκαλία26. Εκ των ανωτέρω προκύπτει, λοιπόν, πως μία εκ των πηγών του αγιορείτικου δικαίου και των αγιορείτικων θεσμών είναι και η Αγία Γραφή υπό την ανωτέρω αναλυθείσα έννοια, καθώς το Άγιον Όρος είναι χριστιανικός οργανισμός, διεπόμενος κατά το δογματικό μέρος από τους Κανόνες της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, προς το περιεχόμενο των οποίων πρέπει να συμφωνεί27. Κατά δεύτερον, το Δίκαιο των Κανονολόγων ως δεύτερη συνιστώσα των Ιερών Κανόνων είναι γνώμες και θεωρίες σοφών νομοδιδασκάλων και ειδημόνων, διαπρεψάντων στην επιστήμη των κανόνων και των νόμων, οι οποίες έγιναν αντικείμενο σεβασμού και περιελήφθησαν στις κανονικές συλλογές της Εκκλησίας, ώστε να λυθούν δια μέσου αυτών πολυάριθμα ζητήματα κανονικού δικαίου. Μάλιστα, στις γνώμες και θεωρίες αυτές των σοφών νομοδιδασκάλων και ειδημόνων απενεμήθη αυθεντία ίση σχεδόν με εκείνη των θεσμών της Εκκλησίας28.

Οι Ιεροί Κανόνες απέκτησαν ισχύ ίση προς τους νόμους της Πολιτείας και όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στον Νόμο του Ιουστινιανού του 530: «Το υπό των κανόνων απαγορευόμενον απαγορευτέον και υπό των νόμων της Πολιτείας29». Εξάλλου, αξίζει να σημειωθεί ότι τα κατά καιρούς ισχύοντα Συντάγματα της Ελλάδος, καθώς και το ισχύον Σύνταγμα του 1975 (άρθρο 3, παράγραφος 1) ορίζουν ότι η Εκκλησία της Ελλάδος υποχρεούται να τηρεί απαρασαλεύτως τους ιερούς, αποστολικούς και συνοδικούς κανόνες. Δηλαδή, όπως προκύπτει από τη γραμματική ερμηνεία της διάταξης, η Εκκλησία είναι υποχρεωμένη να τηρεί και να εφαρμόζει

26ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΔΩΡΗ, ʺΤΟ ΔΙΚΑΙΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ ΑΘΩʺ, ΤΟΜΟΣ Β': ΠΗΓΑΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ (ΑΝΤ. Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ 2004) 553.

27 Ibid 554.

28 Ibid.

29 Ibid 555.

όλους τους ιερούς κανόνες. Γεννήθηκε, όμως, το ζήτημα εάν όλοι ανεξαιρέτως οι ιεροί κανόνες έχουν αυξημένη τυπική ισχύ ως προστατευόμενοι εκ του Συντάγματος. Δημιουργήθηκε διάσταση απόψεων.

Συγκεκριμένα, κατά μία γνώμη υποστηριχθείσα από την Εκκλησία, από Θεολόγους Κανονολόγους και πολυάριθμους νομικούς, όλοι αδιακρίτως οι ιεροί κανόνες προστατεύονται συνταγματικώς. Κατά τη δεύτερη άποψη δε, μόνο ορισμένοι εκ των ιερών κανόνων προστατεύονται συνταγματικώς και δη οι αναφερόμενοι σε δογματικά ζητήματα και όχι σε διοικητικά ζητήματα της Εκκλησίας. Προς επίλυση αυτής της διχοστασίας, το ΣτΕ εδέχθη αρχικώς ότι οι ιεροί κανόνες οι μη αναφερόμενοι στο δόγμα δεν έχουν συνταγματική ισχύ και συνεπώς, δεν είναι επικρατέστεροι νεότερων νόμων της Πολιτείας. Ωστόσο, από το 1967 κι εντεύθεν μετέβαλε τις απόψεις του κι εδέχθη ότι ο κοινός νομοθέτης δεν μπορεί να επιληφθεί και να φτάσει μέχρι και τη θεμελιώδη μεταβολή βασικών διοικητικών θεσμών, οι οποίοι καθιερώθηκαν μέσα σε μεγάλη διάρκεια χρόνου εντός της Ορθόδοξης Εκκλησίας, όπως επί παραδείγματι και το αυτοδιοίκητο της Εκκλησίας30. Ως εκ τούτου, τάσσεται υπέρ της συνταγματικής ισχύος πάντων των ιερών κανόνων, είτε αφορούν στο δόγμα είτε σε διοικητικά και περιουσιακά θέματα της Εκκλησίας31.

 

30 «…Η δια της επιταγής, όμως, ταύτης συνταγματική καταχόρυσις δεν δύναται να θεωρηθή επεκτεινομένη και επί των κανόνων ή παραδόσεων, των αναφερομένων εις ζητήματα διοικητικής αποκλειστικώς φύσεως, άτινα ου μόνον δεν δύνανται να έχωσι την εσωτερικήν σημασίαν των δογματικών, αλλά και ως εκ της φύσεως αυτών, ρυθμίζονται, ως επί το πολύ, συμφώνως προς τας ανάγκας και περιστάσεις της κοινωνίας, υφιστάμενα και την εκ της διαδρομής του χρόνου και των νεωτέρων αντιλήψεων επίδρασιν, ώστε οι εις τα ζητήματα ταύτα αναφερόμενοι κανόνες είναι κατ' ανάγκην μεταβλητοί προς το κοινόν συμφέρον της τε Εκκλησίας και της πολιτείας, υποκείμενοι εις τροποποίησιν υπό του κοινού νομοθέτου, όστις όμως, κατά το πνεύμα του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος, δεν δύναται δια των επιφερομένων υπ' αυτού τροποποιήσεων να χωρήση και μέχρι θεμελιώδους μεταβολής βασικών διοικητικών θεσμών, καθιερωμένων παγίως από μακρού εντός της ορθοδόξου εκκλησίας…» [Απόφαση υπ’αριθμ. 609/1967, Ολομέλεια Συμβουλίου της Επικρατείας] και «…από τον κοινό νομοθέτη, ο οποίος όμως, κατά το πνεύμα των διατάξεων αυτών, δε μπορεί με τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας ή άλλα ειδικά νομοθετήματα να χωρήσει σε θεμελιώδη μεταβολή βασικών διοικητικών θεσμών καθιερωμένων παγίως από μακρύ χρόνο στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Εξάλλου, με τις ίδιες διατάξεις κατοχυρώνεται και η αυτοδιοίκηση της Εκκλησίας, η οποία περιλαμβάνει την εξουσία της ν' αποφασίζει για τις υποθέσεις της με δικά της όργανα, τα οποία συγκροτούνται όπως ο νόμος ορίζει και να διοικείται από την Ιερά Σύνοδο…» [Απόφαση υπ’αριθμ. 5057/1987, Συμβούλιο της Επικρατείας].

31ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΔΩΡΗ, ʺΤΟ ΔΙΚΑΙΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ ΑΘΩʺ, ΤΟΜΟΣ Β': ΠΗΓΑΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ (ΑΝΤ. Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ 2004) 556.

ΙΙΙ. Η Ιερά παράδοση ως σπουδαιότατη πηγή των θεσμών της Αγιορείτικης Πολιτείας

Στο εκκλησιαστικό δίκαιο εν γένει, καθώς επίσης και στο αγιορείτικο δίκαιο, το οποίο αποτελεί μέρος του εκκλησιαστικού δικαίου, η Ιερά Παράδοση η διασωθείσα μέσω των συγγραμμάτων και των επιστολών των αποστολικών πατέρων και των διαδόχων αυτών, αποτελεί σπουδαιότατη πηγή δικαίου. Μάλιστα, η σπουδαιότητα της Ιεράς παράδοσης είναι τόσο μεγάλη, ώστε να εξαίρεται πολλάκις στις Πράξεις των Αποστόλων, στους κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων και του Μεγάλου Βασιλείου, αλλά και σε άλλες θρησκευτικές πηγές32. Συγκεκριμένα, τα βιβλία της Καινής Διαθήκης άρχισαν να γράφονται είκοσι περίπου έτη μετά την Ανάσταση του Ιησού Χριστού και το τελευταίο από αυτά συγγράφηκε περί το 90 μ.Χ. Έως ότου, λοιπόν, γραφούν όλα τα βιβλία της Καινής Διαθήκης και ολοκληρωθεί η συλλογή των βιβλίων αυτής, η διδασκαλία του Κυρίου και των Αποστόλων παραδιδόταν από στόμα σε στόμα προφορικά. Οι άγραφες αυτές και προφορικώς παραδεδομένες διδασκαλίες συναποτελούν με τα θεόπνευστα βιβλία που συνέγραψαν οι μαθητές και Απόστολοι του Κυρίου, τη λεγόμενη Ιερά Αποστολική Παράδοση, η οποία είναι η βάση και το θεμέλιο της διδασκαλίας της Ορθοδόξου Πίστεως33. Μάλιστα, αξίζει να σημειωθεί πως οι σπουδαιότερες διατάξεις της Εκκλησίας σχετικά με το πολίτευμα και το βίο της εφαρμόστηκαν πριν καν διατυπωθούν σε γραπτή μορφή και λάβουν τη μορφή ρητού νόμου, καθώς μεταφερόμενες μέσω της παράδοσης από τους εκάστοτε εκκλησιαστικούς άρχοντες και διασωθείσες από αυτούς, κατάφεραν να διατηρηθούν ακέραιες34.

Ποιο είναι, όμως, το περιεχόμενο της Ιεράς Παράδοσης; Η Ιερή Παράδοση περιέχει όσα ακριβώς διαλαμβάνει και διδάσκει και η Αγία Γραφή, αλλά και κάτι περισσότερο, μερικά στοιχεία, τα οποία δεν τα εμπεριέχει η Αγία Γραφή. Αναφέρονται μερικά ως αντιπροσωπευτικά παραδείγματα: το να κτίζουμε τις εκκλησίες μας και να προσευχόμαστε κατά Ανατολάς δεν το προβλέπει ούτε το αναφέρει η Γραφή, προκύπτει εκ της Παραδόσεως. Ομοίως, το να κάνουμε το σημείο του Σταυρού προκύπτει και αυτό από την Παράδοση. Η τέλεση του Βαπτίσματος,

32 Ibid 546- 547.

33 Imilias.gr. (2017). Τι σημαίνει ΙΕΡΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗ;. [online] Available at: https://www.imilias.gr/ti- simainei-iera-paradosi.html [Accessed 25 Jan. 2017].

34 ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΔΩΡΗ, ʺΤΟ ΔΙΚΑΙΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ ΑΘΩʺ, ΤΟΜΟΣ Β': ΠΗΓΑΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ (ΑΝΤ. Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ 2004) 548.

όπως αυτό διενεργείται, η ευλογία του ύδατος της ιερής κολυμβήθρας, ο νηπιοβαπτισμός, η χρίση του βαπτιζομένου με άγιο έλαιο, η τριπλή κατάδυση στο νερό της κολυμβήθρας, η χρίση και σφράγιση του βαπτισθέντος με το Άγιο Μύρο, προκύπτουν όλα εκ της Παραδόσεως. Από την Παράδοση, επίσης, πηγάζει ο τρόπος κατά τον οποίο τελείται η Θεία Λειτουργία, όπως και οι διάφοροι λειτουργικοί τύποι, οι ευχές της αγίας Αναφοράς και του καθαγιασμού των Τιμίων Δώρων, ο τρόπος της Κοινωνίας των πιστών. Επιπροσθέτως, οι νεκρώσιμες ακολουθίες, τα μνημόσυνα, τα μνημονεύματα ζώντων και τεθνεώτων και άλλα. Όλα τα ανωτέρω εκτεθέντα τα διδασκόμαστε από την άγραφη, όπως ήταν στην αρχή, Παράδοση35.

Αυτή η άγραφη (καταρχάς) ιερή Αποστολική Παράδοση σταδιακά στους επόμενους αιώνες συστηματοποιήθηκε από τους Πατέρες της Εκκλησίας, διατυπώθηκε γραπτώς και περιελήφθη στους δογματικούς όρους και τους κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων. Και αυτό διότι με την πάροδο των χρόνων άρχισαν να διαδίδονται μεταξύ των Χριστιανών εσφαλμένες και ψευδείς διδασκαλίες. Ως εκ τούτου, οι Επίσκοποι της Εκκλησίας μαζεύονταν και συγκροτούσαν Οικουμενικές Συνόδους36. Η σπουδαιότητα της εκκλησιαστικής παράδοσης εξαίρεται και στους κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων και επί παραδείγματι, στον ΚΑ' Κανόνα της εν Γάγγρα Συνόδου, σύμφωνα με τον οποίο: «δει τηρεισθαι εν τη Εκκλησία τα παραδοθέντα υπό των θείων Γραφών και των αποστολικών παραδόσεων37». Η έννοια της παράδοσης έγκειται στο ότι κάποιος πράττει κάτι, διότι αυτό έπρατταν και οι προγενέστερες αυτού γενεές ή διότι αυτήν την πρακτική την παρέλαβε από τους γονείς του και τους προγόνους του, οι οποίοι επαναλάμβαναν αυτή τη συμπεριφορά επί μακρόν και επί αμνημόνευτο χρόνο.

Η παράδοση κατέχει μείζονα θέση στους κόλπους της Εκκλησίας, καθώς τα κηρύγματα του Θεανθρώπου υπήρξαν προφορικά, καθώς επίσης και η πλειονότητα των Αποστόλων δίδαξαν σε προφορικό και συνάμα απλό λόγο, απευθυνόμενοι σε απλούς και αγράμματους ανθρώπους, μεταλαμπαδεύοντάς τους υψηλές λατρευτικές ιδέες και αποσκοπώντας μέσω της κατανοητής προφορικής γλώσσας να αντιληφθούν οι πιστοί την χριστιανική διδασκαλία και να την εφαρμόσουν στην πράξη. Επίσης,

35 Imilias.gr. (2017). Τι σημαίνει ΙΕΡΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗ;. [online] Available at: https://www.imilias.gr/ti- simainei-iera-paradosi.html [Accessed 25 Jan. 2017].

36 Ibid.

37 ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΔΩΡΗ, ʺΤΟ ΔΙΚΑΙΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ ΑΘΩʺ, ΤΟΜΟΣ Β': ΠΗΓΑΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ (ΑΝΤ. Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ 2004) 548.

κατά την εποχή της δίωξης του Χριστιανισμού, η λατρεία ασκείτο κρυφά και πολλές εκδηλώσεις της λατρευτικής πίστης διαδόθηκαν μέσω της παράδοσης από στόμα σε στόμα στις μεταγενέστερες γενεές, «κατά παράδοσιν», όπως συνηθίζεται να λέγεται. Έτσι, λοιπόν, συνέβαλε και η παράδοση στη διατήρηση των εκδηλώσεων των Χριστιανών και στη διαμόρφωση των θεσμών της χριστιανικής λατρείας, ένας εκ των οποίων είναι και ο μεταγενέστερα δημιουργηθείς θεσμός του Αγιορειτισμού38.

Και η παράδοση με την ευρεία έννοιά της, ως πηγή των αγιορείτικων θεσμών, έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς επηρέασε με τη σειρά της και αυτή τη συμπεριφορά των αγιορειτών μοναχών, οι οποίοι διαβιούσαν και ενεργούσαν κατά τα πρότυπα των προγενέστερων γερόντων και πατέρων του ασκητισμού και του ερημιτισμού στην αθωνική χερσόνησο, δηλαδή, διαβιούσαν ακολουθώντας την παράδοση. Το Άγιον Όρος διακατέχεται ολόκληρο από την παράδοση, στην ουσία «είναι η νίκη της παράδοσης έναντι του εκσυγχρονισμού. Ου μόνον οι κανόνες της λειτουργίας και της διοικήσεώς του αποτελούν παράδοσιν, αλλά και η καθ’ όλου ζωή και η συμπεριφορά των εν αυτω βιούντων δεν είναι άλλο τι, ειμή μια αέναος και αναλλοίωτος παράδοσις39». Το Άγιον Όρος δε συνιστά απλά παράγοντα του εθνικού βίου και αληθές προπύργιο του Ελληνισμού, αλλά και υπόδειγμα θρησκευτικών και δη λειτουργικών παραδόσεων40. Η Αθωνική Πολιτεία είναι συνυφασμένη με πολυάριθμους θρύλους και παραδόσεις, πολλές μάλιστα εκ των οποίων είναι άμεσα συνυφασμένες με την ύπαρξη αυτής41. Πιο συγκεκριμένα, ο νεοφώτιστος αφής στιγμής ενδυθεί το ράσο, θα έχει πατέρα το γέροντά του, ο οποίος με τη σειρά του είχε κι αυτός το δικό του γέροντα και έτσι δημιουργούνται σε βάθος χρόνου οι γενιές των ασκητών και των μοναχών.

38 Ibid 549.

39 Ibid 551.

40 ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ ΚΟΝΙΔΑΡΗ, ʺΤο Αγιώνυμον Όρος και οι κύριοι παράγοντες αναδείξεως και ακτινοβολίας επί χίλια έτη (Μελέτη) από ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΝ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ (Τόμος Ε', αριθμός 2, ΑΠΡΙΛΙΟΣ-ΙΟΥΝΙΟΣ 1963) 282.

41 Επί παραδείγματι, η παράδοση μαρτυρεί πως ο γιος του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ο Κώνστας, ίδρυσε την ομώνυμη Μονή Κωνσταμονίτου στην οικεία θέση που βρίσκεται έως σήμερα. Και πάλι σύμφωνα με την παράδοση, ο Μέγας Θεοδόσιος ίδρυσε μεγαλοπρεπώς τη Μονή Βατοπαιδίου τον Δ' αιώνα, λόγω του θαύματος που πραγματοποίησε η Θεοτόκος, η οποία διέσωσε το γιο του Αρκάδιο από βέβαιο πνιγμό, όταν ο τελευταίος έπεσε από το πλοίο του στη θάλασσα. Το παιδί του Μεγάλου Θεοδοσίου, ο Αρκάδιος, διασωθείς εκ του πνιγμού, βρέθηκε παρατεθειμένος σε μια βάτο, της οποίας το όνομα και απεδόθη εν τέλει στη Μονή Βατοπαιδίου [ΚΟΣΜΑ ΒΛΑΧΟΥ, ʺΗ ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ ΑΘΩ ΚΑΙ ΑΙ ΕΝ ΑΥΤΗ ΜΟΝΑΙ ΚΑΙ ΟΙ ΜΟΝΑΧΟΙ ΠΑΛΑΙ ΤΕ ΚΑΙ ΝΥΝʺ (1903) 13-16].

Καθίσταται, λοιπόν, σαφές ότι οι ρίζες του μοναστικού δέντρου φτάνουν στο 10ο αιώνα και  τον Άγιο  Αθανάσιο  τον Αθωνίτη, τον ιδρυτή της πρώτης Μονής της Αθωνικής Πολιτείας, της Μονής Παμμεγίστης Λαύρας. Έτσι, λοιπόν, οι παραδόσεις και οι θρύλοι γύρω από τη ζωής της μοναδικής αυτής Πολιτείας μεταβιβάζονται από το γέροντα στο νεότερο και από τον τελευταίο, όταν γεράσει, στον επόμενο νέο που θα έρθει, για να διατρέξουν τους αιώνες με προσθήκες και παραλλαγές42. Άξιο μνείας εμφανίζεται το περιστατικό του καθαγιασμού του Άθωνα, καθώς το πώς η Χερσόνησος κατέληξε να αποτελεί ολόκληρη αποκλειστικά και μόνο μοναστική πολιτεία, χάνεται μέσα στην παράδοση. Χέρι ασκητού το έγραψε και από τότε αποτελεί το θεμέλιο νόμο του Αγιορείτη μοναχού, μεταβιβαζόμενο σε όλες τις επόμενες γενιές μοναχών: «Η Κυρία ημων Θεοτόκος μεταβαίνουσα εις Κύπρον, εις επίσκεψιν του Λαζάρου, ένεκα τρικυμίας κατήντησεν εις τον Άθωνα, έχουσαν εν τη συνοδεία της και τον θεολόγον Ιωάννην. Μόλις δε απεβιβάσθη η Παναγία εις τους βράχους της ακτής και πάραυτα οι ειδωλιακοί βωμοί, όπου ήσαν εις εξέχοντα μέρη του βουνού, κατέπεσαν· τα είδωλα συνετρίβησαν αι οι δαίμονες έφευγον ολολύζοντες, μακράν, ως από πυρός διωκόμενοι43». Την εν λόγω σκηνή την απεικόνισε πάνω από την είσοδο της Τράπεζας της Μονής Μεγίστης Λαύρας και ασκητής αγιογράφος.

IV.     Το    έθιμο    ως    η    σπουδαιότερη    πηγή     των    θεσμών   της Αγιορείτικης Πολιτείας

Το έθιμο αποτελεί σπουδαία πηγή του δικαίου τόσο του πολιτικού, όσο και του εκκλησιαστικού, στη σφαίρα του οποίου ανήκει και το αγιορείτικο δίκαιο. H συνήθεια υπήρξε η πηγή του πανάρχαιου δικαίου, κατά δε τη θεωρία των Ρωμαίων νομοδιδασκάλων η θέληση του λαού αποτελεί πηγή του δικαίου, αδιάφορο εάν η θέληση αυτή εκδηλώνεται μέσω παροχής ψήφου ή μέσω της συνήθειας. Η νεότερη επιστήμη διατείνεται πως το εθιμικό δίκαιο είναι ισχυρότερο του γραπτού νόμου και ισχυρότερο όχι μόνο μέχρι του σημείου να συμπληρώνει, αλλά και να ανατρέπει το υπάρχον44. Τα έθιμα διαδραμάτισαν σπουδαιότατο ρόλο στη διαμόρφωση και των θεσμών της Εκκλησίας45 κι επομένως και του Αγιορειτισμού. Μάλιστα, η δύναμη του

42 Μαλαβέτα Θ., ʺΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣʺ (ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ʺΕΣΤΙΑΣʺ 1943) 43.

43 Ibid 44.

44 ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Α. ΠΕΤΡΑΚΑΚΟΥ, ʺΤΟ ΜΟΝΑΧΙΚΟΝ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ ΑΘΩʺ (1925) 159.

45 Η σπουδαιότητα του εθίμου στους κόλπους της Εκκλησίας τονίστηκε μεταξύ άλλων και από κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων. Χαρακτηριστικοί είναι οι κανόνες της Α' Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας της Βιθυνίας του 325, οι οποίοι καταδεικνύουν τη σημασία του εθίμου: Κανόνας ΣΤ': «…Τὰ ἀρχαῖα ἔθη κρατείτω…», Κανόνας Ζ': «…Ἐπειδὴ συνήθεια κεκράτηκε, καὶ παράδοσις ἀρχαία…».

εθίμου ήταν τόσο ισχυρή, ώστε -ακόμη και σε περιπτώσεις που ουδεμία σχέση είχε προς τους ισχύοντες νόμους- να κατισχύει των νόμων. Πρόκειται για τα αποκαλούμενα ως «φιλανθρωπινότερα» έθιμα, τα οποία ήταν ικανά ακόμα και να θέσουν σε αχρησία τους αυστηρούς νόμους, αλλά μόνο στο κανονικό δίκαιο και όχι στο κοινό δίκαιο, σύμφωνα με το οποίο ο νόμος προείχε, έχοντας πάντα προβάδισμα έναντι του εθίμου46. Όμως, για να αποκτήσουν τα έθιμα κύρος και ισχύ στους κόλπους της Εκκλησίας, ήταν αναγκαίο να περικλείουν αλήθεια, να αφορούν σε αμιγώς εκκλησιαστικής φύσεως θέματα και να διάκεινται αρμονικά προς το σκοπό της Εκκλησίας, δηλαδή, την αναζήτηση της αλήθειας. Σε αντίθετη περίπτωση, ουδεμία ισχύ ήταν ικανά να έχουν47.

Κατά τους πρώτους χρόνους της ζωής της Εκκλησίας, όταν ελάχιστοι γραπτοί νόμοι υπήρχαν, το έθιμο είχε εντελώς νομικό χαρακτήρα «θεωρούμενον ουσιαστικώς ως βεβαίωσις της παραδοθείσης εκκλησιαστικής διδασκαλίας48».Τα έθιμα διακρίνονται σε καθολικά, όταν αναπτύσσονται σε ολόκληρη την εδαφική έκταση της Εκκλησίας της Ελλάδος ή και εκτός αυτής σε άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες και σε τοπικά, όταν ισχύουν κι εφαρμόζονται μόνο εντός συγκεκριμένης εδαφικής περιοχής της Ελληνικής Επικράτειας. Καθεμιά εκ των δύο αυτών κατηγοριών εθίμου μπορεί να διακριθεί περαιτέρω και σε γενικά, όταν αφορούν σε ολόκληρο το πλήρωμα της Εκκλησίας και σε ειδικά, όταν αφορούν ειδικώς συγκεκριμένη κατηγορία προσώπων ή και συγκεκριμένη τάξη, παραδείγματος χάριν τους μοναχούς49. Τίθεται, όμως, το μείζον ερώτημα: πώς παρήχθη το εθιμικό δίκαιο στο Άγιον Όρος, ώστε οι πιο έγκριτοι εκκλησιαστικολόγοι να υποστηρίζουν πως το έθιμο και μόνο το έθιμο επικράτησε εν τέλει στην Αθωνική Πολιτεία, διαμορφώνοντας το ειδικό αυτής καθεστώς; Ένας τρόπος είναι τα Τυπικά που συνέτασσαν Κτήτορες Μονών του Όρους ή άλλες καταστατικές διατάξεις, μέσω των οποίων ρύθμιζαν ζητήματα με τρόπο αντίθετο αυτού που υποδείκνυε το εκκλησιαστικό δίκαιο. Επίσης, αναφέρεται ακόμη «η αδρανής επίβλεψις των μετά τον Τσιμισκήν Αυτοκρατόρων επί του Όρους, η υπολανθάνουσα αντίπραξις των ηγουμένων προς τα του Πρώτου δίκαια και η συρροή

46 ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΔΩΡΗ, ʺΤΟ ΔΙΚΑΙΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ ΑΘΩʺ, ΤΟΜΟΣ Β': ΠΗΓΑΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ (ΑΝΤ. Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ 2004) 532.

47 Ibid 532-533.

48 Ibid 534.

49 Είναι αυτονόητο πως τα τοπικά έθιμα υπερισχύουν των καθολικών και τα ειδικά έθιμα υπερισχύουν των γενικών.

ξένων μοναχών έξωθεν50» παράγοντες οι οποίοι «προήγαγον πολλάς παραβάσεις εις έθιμα… και εις αχρηστίαν περιαγαγόντα τας πρόσθεν διατάξεις του τυπικού51».

Σχεδόν όλοι οι θεσμοί του Αγιορείτικου Δικαίου έχουν εθιμική προέλευση και διαμορφώθηκαν πριν την επίσημη αναγνώρισή τους από πράξεις Πολιτειακές ή της Εκκλησίας. Η σχέση υποταγής Υποτακτικού προς το Γέροντά του, ο θεσμός του Πρώτου, του ηγουμένου, τα της λατρείας, της προσευχής και άσκησης, η επίλυση των διαφορών, οι ασυδοσίες, το άβατο, ο θεσμός της Καθέδρας των Γερόντων, της Ιεράς Κοινότητος και της Ιεράς Επιστασίας έγιναν γνωστά μέσα από τη διαμόρφωση κανόνων εθιμικού δικαίου, οι οποίοι αργότερα έγιναν αντικείμενο νομοθετικών ρυθμίσεων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας52. Οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες παραχωρώντας πλήρη διοικητική ανεξαρτησία στο Όρος σεβάστηκαν το αγιορείτικο εθιμικό δίκαιο και περιέβαλλαν αυτό με φροντίδα, γεγονός το οποίο προκύπτει και από το Β' Τυπικό του Αγίου Όρους, το οποίο επικυρώθηκε από χρυσόβουλλο του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Θ' του Μονομάχου, ο οποίος διατυπώνει: «…ουδέν γαρ η βασιλεία μου νεώτερον καινισθηναι βούλεται επί τω Αγίω τούτω Όρει· αλλά τους παλιούς θεσμούς και τύπους φυλαχθηναι53…». Αυτούς τους αγιορείτικους θεσμούς ακέραιους και αναλλοίωτους τούς παρέλαβε ο Καταστατικός Χάρτης του Αγίου Όρους και το Σύνταγμα της Ελλάδας. Τέλος, είναι άξιο αναφοράς το γεγονός ότι ενώ σε διάφορες χρονικές περιόδους το ελληνικό δίκαιο, τόσο το γραπτό όσο και το εθιμικό, απειλούνταν από εξαφάνιση λόγω της συνύπαρξης ξένων δικαίων, όπως του ρωμαϊκού, του οθωμανικού, του φραγκικού, του ενετικού, στο Άγιον Όρος είχε δημιουργηθεί ειδικό και αυτάρκες εθιμικό δίκαιο, το οποίο έμελλε να ζήσει κατά τη διάρκεια της υπερχιλιετούς ζωής της Αθωνικής Πολιτείας και μάλιστα, ανεπηρέαστο από κάθε ξένο δίκαιο και πάντοτε επικρατούν παντός ξένου δικαίου54.   

50 ΚΟΣΜΑ ΒΛΑΧΟΥ, ʺΗ ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ ΑΘΩ ΚΑΙ ΑΙ ΕΝ ΑΥΤΗ ΜΟΝΑΙ ΚΑΙ ΟΙ ΜΟΝΑΧΟΙ ΠΑΛΑΙ ΤΕ ΚΑΙ ΝΥΝʺ (1903) 40.

51 Ibid.

52 ΠΑΠΑΔΑΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ, ʺΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ ΕΠΙ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝʺ από ΕΠΕΤΗΡΙΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ (έτος ΛΒ', σσ. 427-483) 467.

53 Ibid και ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΔΩΡΗ, ʺΤΟ ΔΙΚΑΙΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ ΑΘΩʺ, ΤΟΜΟΣ Β': ΠΗΓΑΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ (ΑΝΤ. Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ 2004) 543.

54 ΠΑΠΑΔΑΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ, ʺΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ ΕΠΙ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝʺ από ΕΠΕΤΗΡΙΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ (έτος ΛΒ', σσ. 427-483) 468.

Επαφή

arthro 13

13arthro@gmail.com

Αναζήτηση στο site

Αφιερώματα

ΣΗΜΕΡΟΝ ΚΡΕΜΑΤΑΙ ΕΠΙ ΞΥΛΟΥ Ο ΕΝ ΥΔΑΣΙ ΤΗΝ ΓΗΝ ΚΡΕΜΑΣΑΣ

της Αναστασίας Κόλλια   Μεγάλη Πέμπτη σήμερα και η  Αγία Εκκλησία μας, τη στιγμή μεταξύ του 5ου και του 6ου Ευαγγελίου ψάλλει το αντίφωνο...  Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου, ὁ ἐν ὕδασι τὴν...

ΤΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΛΕΥΚΟΥ ΚΟΛΛΑΡΟΥ

της Ολυμπίας-Μαρίας Ποντίκη, Νομικού - ΜΦ Τμήματος Κοινωνικής Θεολογίας ΕΚΠΑ Τα εγκλήματα του λευκού κολάρου γνωρίζουμε ότι εντάσσονται στην κατηγορία των εγκλημάτων των οικονομικών που...

Μεγάλυνον ψυχή μου, τὸν ἐκ τῆς Παρθένου, Θεὸν σαρκὶ τεχθέντα.

της Αναστασίας Κόλλια, Δικηγόρου - Θεολόγου Η ενανθρώπιση του Υιού και Λόγου του Θεού αποτελεί ακατάλυπτο μυστήριο και παράδοξο. Στο κοσμοσωτήριο έργο της Θείας οικονομίας και στο ανερμήνευτο...

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΣ Ο ΕΞ ΟΙΚΟΝΟΜΩΝ: ο βίος, η δράση και το έργο του

του Θωμά Παπασάνδα, Φαρμακοποιού - 'Οικονομία της Υγείας & Πολιτική Υγείας' Msc   * η παρούσα αποτελεί την εισήγηση που εκφωνήθηκε στο πλαίσιο εκδήλωσης που διοργανώθηκε από...

Βιντεοσκοπημένη έκδοση του διεπιστημονικού συνεδρίου με τίτλο, Θρησκευτικές κοινότητες: Νομοκανονικές προσεγγίσεις ιστορικών και επίκαιρων ζητημάτων

Στο παρόν αναρτάται η Βιντεοσκοπημένη έκδοση των εργασιών του διήμερου Διεπιστημονικού Συνεδρίου με τίτλο  "Θρησκευτικές κοινότητες: Νομοκανονικές προσεγγίσεις ιστορικών και επίκαιρων...

Η θρησκευτική ελευθερία στην εποχή της θεωρίας του παντός

Χαιρετισμοί Αγαπητές και αγαπητοί Συνάδελφοι Κυρίες και κύριοι,   Στο πλαίσιο των παρουσιάσεων νέων ερευνητών από το Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών "Θεολογία και Κοινωνία" του Τμήματος...

© 2024 ΑΡΘΡΟ 13 (All Rights Reserved)

Υλοποιήθηκε από Webnode